Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Μην ξαναγίνεις ποτέ χέστης...


Σε βλέπω... Σε παρακολουθώ από τότε που σε πρωτοείδα στις πλατείες να φωνάζεις «να καεί, να καεί το μπου... η Βουλή».
Ησουν σαστισμένος και αμήχανος, και κοίταγες δεξιά και αριστερά με φόβο καθώς περπατούσες προς τις συγκεντρώσεις. Μάλλον δεν είχες ξαναβρεθεί ποτέ στη θέση του διαδηλωτή, έδειχνες φοβισμένος καθώς προσπερνούσες, μόνος σου, τις διμοιρίες των ΜΑΤ και κράταγες το βλέμμα σου χαμηλά και υποτακτικά μέχρι να ενωθείς με το πλήθος. Το κορμί σου ίσιωνε και η γλώσσα σου λυνόταν. Μέσα στην ασφάλεια των πολλών γινόσουν ξάφνου παλικάρι, μούντζωνες, έβριζες, φώναζες. Φώναξες πως έχουμε χούντα, ούρλιαξες συνθήματα για τιμωρία και κρεμάλες, έλεγες πως θα μπουκάρεις στη Βουλή και θα λιντσάρεις τους κλέφτες που εκμηδένισαν τη ζωή σου με μια υπογραφή.

«Η χούντα δεν τελείωσε το '73», το σύνθημα που φώναζες πιο δυνατά απ' όλα. Σε παρατηρούσα στα «πηγαδάκια» με ανθρώπους που δεν γνώριζες, αλλά ένιωθες..
πως είσαι στην ίδια μοίρα, να επαναλαμβάνεις πως «η κυβέρνηση είναι παράνομη», πως «καταπατήθηκε το Σύνταγμα», πως «πρέπει να ξεβρομίσει ο τόπος από τους προδότες του μνημονίου». Κάθε φορά που σε ξανάβλεπα ήσουν όλο και πιο οργισμένος. Ελεγες πως θα κόψεις τα χέρια σου απ' τη ρίζα που τους ψήφισες και ζήταγες μανιασμένα εκλογές. Ορκιζόσουν πως θα τους τιμωρήσεις, πως θα τους εξαφανίσεις, πως θα τους τσακίσεις, αν τολμήσουν να εμφανιστούν προεκλογικά στη γειτονιά σου.  Μέχρι που εσύ ο συντηρητικός δημοκράτης έλεγες «α ρε, 17 Νοέμβρη που χρειάζεται τώρα». Μέχρι που χειροκρότησες, εσύ, ο νοικοκύρης άνθρωπος, τους πιτσιρικάδες που κάψανε τις τράπεζες.

Σε έβλεπα να σε πνίγει το παράπονο για τις αυτοκτονίες ανθρώπων που δεν γνώρισες ποτέ, αλλά ένιωθες με κάποιο τρόπο στη θέση τους. Ξαφνικά, από αδιάφορος μοιρολάτρης ένιωθες παλικάρι, έτοιμος να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. «Ηρθε η ώρα της τιμωρίας», σκέφτηκες. Εσύ τα έλεγες, αλλά -υποσυνείδητα- τα έλεγες στον πληθυντικό. «Δεν θα με πάρουν τηλέφωνο από τα κομματικά γραφεία τους να με καλέσουν σε προεκλογική συγκέντρωση; Δεν θα έρθουν στο καφενείο να μιλήσουν; Θα τους πετάξω έξω με τις κλοτσιές», μονολογούσες. Μονολογούσες και έκανες πρόβα στο μυαλό σου τη γιορτή, τη νύχτα των εκλογών, όταν τα κόμματα του μνημονίου που ψήφιζες από τη Μεταπολίτευση έως τώρα θα εξαφανιζόντουσαν. Μονολογούσες στον καθρέφτη και έκανες γκριμάτσες, σαν του Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή», και προετοιμαζόσουν για τη στιγμή που θα συναντούσες κάποιον από δαύτους να σου ζητεί την ψήφο σου και θα του έλεγες «χάσου από μπροστά μου, παλιοκηφήνα». Μονολογούσες, μέχρι που ξαφνικά... Μέχρι που ξαφνικά κατάλαβες πως μονολογούσες, μόνο-λογούσες, μόνος, λόγια, μόνος... Εσύ ήσουν μόνος τώρα, μία ψήφος, ένας άνθρωπος, ένα νούμερο και εκείνοι απέναντι, αρχηγοί κομμάτων, πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, τραπεζίτες, μεγαλοκαρχαρίες...

«Αυτοί» φάνταζαν ξαφνικά να είναι περισσότεροι από σένα στα πάνελ των προεκλογικών εκπομπών. Μόνος. Και ξαφνικά πανικοβλήθηκες, «τι θα γίνει αν τους ψηφίσουν οι άλλοι;», σκέφτηκες, «τι είμαι εγώ, μια ψήφος μόνο;». Ανασφάλεια. Μήπως τελικά αν σε πάρουν τηλέφωνο απ' το γραφείο της Τούλας Τσούλου Τσέπογλου που ψήφιζες τόσα χρόνια, ίσως θα έπρεπε να είσαι ευγενικός. «Και αν εκλεγεί; Αν χρειαστώ ένα ρουσφέτι; Μην κλείσω και την πόρτα». Και όσο πλησίαζαν οι εκλογές, που τόσο ήθελες να γίνουν για να τους ξεφορτωθείς και για να αλλάξεις τη ζωή σου, τόσο νερό έβαζες στο κρασί σου, φοβήθηκες να μεθύσεις μόνος σου.

Σε έδειχναν με το δάχτυλο οι δημοσιογράφοι, που λίγες μέρες πριν τους αποκαλούσες «ελεεινά παπαγαλάκια των τραπεζιτών» και σου έλεγαν πως θα έχουμε ακυβερνησία, χάος, χρεοκοπία και συ άρχισες να πέφτεις στην παγίδα τους. Μόνος εσύ και η κάλπη στο παραβάν, μόνος, μόνος, μόνος, μόνος, μόνος σου. Αρχισες να σκέφτεσαι πάλι με την ατομικότητα που σε έφερε μέχρι εδώ. Σε φέρανε στο γήπεδό τους, φοβισμένε χουλιγκάνε, της καθημερινότητας, στο γήπεδο της ατομικότητας, στην έδρα τους, στις κερκίδες με τα σημαιάκια των διλημμάτων, τα βεγγαλικά των υποσχέσεων και τα απειλητικά συνθήματα και έχασες την μπάλα από το τρακ. Αρχισες να φαντασιώνεσαι πράγματα που θα μπορούσες να χάσεις, ενώ ήξερες καλά πως δεν έμεινε τίποτα πια να χάσεις, «ίσως κάτι να μου δώσουν πίσω απ' όσα πήραν», «ίσως πάρουν κάποιο ισοδύναμο μέτρο και αφήσουν τη σύνταξή μου χωρίς άλλη μείωση». Αρχισες τις εκπτώσεις στα δίκια σου, παλικαρά μου, τις εκπτώσεις. «Ή εμείς ή μερικοί από αυτούς», παλικαρά μου; «Η χούντα δεν τελείωσε, σχεδόν, το '73», τσολιά μου;  Σε βλέπω, δεν σου πέρασε πραγματικά η οργή, δεν είναι πως τους συγχώρεσες, δεν είναι πως σε έπεισαν πως έχεις λάθος και πως τα έφαγες μαζί τους. Είναι ο φόβος της ατομικότητας, ψευτοπαλικαρά μου. Σε απομόνωσαν. Σε γύρισαν τούμπα εκεί που σε θέλανε πάντα, σε θέλουν μόνο σου.

Είναι λοιπόν ο φόβος που σε οδηγεί να προσπαθείς να δικαιολογείς την ντροπή σου. Είναι φτηνή δικαιολογία το επιχείρημα πως δεν έχεις επιλογή, παλικαρά μου. Φοβάσαι. Φοβάσαι, γιατί έχασες την εμπιστοσύνη σου σε εκείνον τον εαυτό σου, τον μόνο που ήταν εκατομμύρια αποφασισμένοι μόνοι εαυτοί στις πλατείες. Σε βλέπω. Σταμάτα να λες ψέματα στον εαυτό σου και στους γύρω σου. Ησουν νταής, για λίγο, γιατί δεν ήσουν μόνος, γιατί σχεδόν πίστεψες πως πολλοί μαζί μπορούνε. Σε βλέπω. Ξέρω πως ένιωσες καλά, που έστω και για λίγο έγινες παλικάρι, μαχητής, ανυπάκουος, αντάρτης, εξεγερμένος, διεκδικητής, απελπισμένα θαρραλέος. Και τώρα ξεφουσκώνεις και προσπαθείς να κρύψεις το φόβο σου. Πως δεν υπάρχουν σοβαρές αντιπροτάσεις, πως όλα είναι ίδια. Σαν το πρεζόνι που φωνάζει, την ώρα που σουτάρει, «τέρμα, τελευταία φορά».

Σε βλέπω. Φοβάσαι τόσο μη σου στερήσουν τη δόση με τα κλεμμένα δανεικά, που ψάχνεις τρόπο και δικαιολογία να αναβάλεις την απεξάρτηση. Σε βλέπω, παλικαρά, όλοι σε βλέπουν, το παραβάν είναι διάφανο. Απλά θυμήσου, πως είχες αποφασίσει ποιους δεν θα ξαναψηφίσεις ποτέ για να μην ξαναβρεθείς στην άθλια θέση. Σε βλέπω και βλέπεις και συ ακόμα καλύτερα και καθαρότερα τον εαυτό σου. Κοιτάξου καλά. Για λίγο έγινες παλικάρι, ήσουν πολλοί, ήσουν εσύ, ήσουν αξιοπρεπής, ήσουν περήφανος, ήσουν αποφασισμένος και ένιωθες δυνατός. Εφτασες να αγγίξεις τη στιγμή που ευχόσουν. Ησουν πολλοί εσύ. Δεν έχεις καμία δικαιολογία πλέον, γιατί ξέρεις πολύ καλά πως είσαι περισσότεροι εσύ από «αυτούς», το μέτρησες στους δρόμους. Γιατί ξέρεις πολύ καλά ποιοι σε λήστεψαν, σε ποδοπάτησαν, σε κορόιδεψαν. Μείνε συνεπής στην απόφαση που πήρες στις πλατείες. Μη φοβάσαι. Εσύ άρχισες το τέλος των τυράννων σου, μόνος σου το άρχισες, εκατομμύρια «μόνοι τους» το άρχισαν, τελείωσέ το, τελείωσέ τους. Τελείωσε αυτό που άρχισες μαζί με τους πολλούς και μην ξαναγίνεις ποτέ χέστης.

* Για το γνήσιο της υπογραφής: Μαρία η εύκολη.
Συνυπογράφει
ο Μπάμπης Χριστόγλου.

πήγη: http://www.sday.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου