Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

100 χρόνια στην πλώρη...


100 χρόνια στην πλώρη...
 του Στάθη
Ο Ελληνισμός, ο λαός, το έθνος και το κράτος, οι απόδημοι, όλο το σύνολο, βρίσκεται σήμερα στην πιο κρίσιμη ώρα του από το 1922, όταν διαμορφώθηκε πάνω στις σημερινές του συντεταγμένες περίπου, με
όλες τις αναπροσαρμογές που επέφεραν για τη χώρα μας κολοσσιαία γεγονότα, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και καθοριστικά γεγονότα, όπως ο εμφύλιος πόλεμος και ο Ψυχρός Πόλεμος.
Το 1922 τα τελευταία απομεινάρια του οικουμενικού Ελληνισμού έχασαν το ειδικό τους βάρος (όχι μόνον στην Ανατολία, αλλά και στην Αίγυπτο, τις Σλαβικές χώρες και την εγγύς...
Δύση), και το γένος συρρικνώθηκε στα όρια του εθνικού κράτους. Την ίδια εποχή, η ελληνική αστική τάξη, πλην των εφοπλιστών, έχασε τις φιλοδοξίες της να έχει έναν αυθύπαρκτο ρόλο στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα και περιορίσθηκε στις αξιώσεις του μεταπράτη, του εργολάβου και του κατόχου μέσων παραγωγής (πάντα υπό την προστασία του κράτους) σε μικρή κλίμακα. Εναν ρόλο στον οποίον άλλωστε ήταν συνηθισμένη η πλειονότητα της ελληνικής αστικής τάξης και στο πλαίσιο άλλων κρατικών υποστάσεων, πολυεθνικών και εθνικών, πριν από τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους, αλλά και παράλληλα μ’ αυτό και την πορεία ως την τελική του διαμόρφωση, μέσες-άκρες όπως είναι σήμερα.
Την πορεία αυτή παρακολούθησε φυσικά και ο λαός, οι λαϊκές τάξεις. Σε αδρές γραμμές, οι υπόδουλοι με επανάσταση και με αίμα δημιούργησαν ένα κράτος που δεν παραδέχθηκε ποτέ, όπως συνήθως τα σύγχρονα αστικά κράτη, ότι ο λαός μπορεί να έχει πάνω του βαρύνοντα λόγο. Μόνον σε στιγμές μεγάλων κρίσεων (όπως στην Κατοχή) ο λαός απέκτησε στην πολιτική το μερίδιο που δικαιούται σε μια δημοκρατία, κάνοντας αυτήν τη δημοκρατία πραγματική. Και είναι οξύμωρο, αλλά είναι αλήθεια, ότι ο ελληνικός λαός γεύτηκε και δοκίμασε πραγματικά δημοκρατικούς θεσμούς υπό το κράτος της κατοχής μιας ξένης δύναμης και υπό τους όρους της αντίστασής του σ’ αυτήν. Αντίθετα απ’ την εθνική αστική τάξη (ακόμα κι εκείνο το μέρος της που απέφυγε τις παρτίδες με τους κατακτητές και τα εθνικιστικά τους τσιράκια) ο λαός απέδειξε τότε τον πατριωτισμό του.
Αλλά, αν ένα μέρος της εθνικής αστικής τάξης απέφυγε τις συνάφειες με τους κατακτητές, ουδένα μέρος της απέφυγε τα πάρε-δώσε με τους επικυρίαρχους, τους ξένους προστάτες. Από το 1831 έως σήμερα σ’ αυτήν τη διαδικασία δεν υπήρξε καμμία διακοπή - για
αυτό και η τέτοια προθυμία σήμερα απ’ ορισμένους για μνημόνια και προστάτες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο ελληνικός λαός διαμορφώθηκε από τους υπόδουλους που ελευθερώθηκαν, τους πρόσφυγες που ήρθαν από το 1922 κι ύστερα (και συνεχίζουν να έρχονται) και τους μετανάστες που διεσπάρησαν όπου γης, κυρίως όχι εκεί που υπήρχαν παλαιές ελληνικές κοινότητες, αλλά δημιουργώντας νέες, το ειδικό βάρος των οποίων για το μέλλον του Ελληνισμού δεν έχει ακόμα μορφοποιηθεί.
Υπόδουλοι (πρώην), πρόσφυγες και μετανάστες, επιμερισμένοι σε χωρικούς, εργάτες, υπαλλήλους, ναυτικούς, μικροεπιχειρηματίες, μικροαστούς, επιστήμονες, στρατιωτικούς - αυτός είναι πάνω-κάτω ο ελληνικός λαός και πάνω σ’ αυτούς τους άξονες και την ανέλιξή τους εξελίχθηκαν οι τάξεις (ανεξαρτήτως της ταξικής συνείδησης του καθενός). Την παράδοση του ελληνικού λαού (και συνεπώς την αυτογνωσία του, τουλάχιστον ως την πρώιμη μεταπολίτευση) καθόρισαν δύο κορυφαία γεγονότα (εν μέσω άλλων εξόχως σημαντικών): η επανάσταση του 1821 και η εθνική αντίσταση 1941-1944. Η ιδιομορφία, η ιδιοπροσωπία των Ελλήνων είχε (δεν ξέρω αν έχει ακόμα) να κάνει με αυτές τις δύο εξέχουσες κι όλη την πολιτική, ταξική και πολιτισμική λάβα του 19ου και του 20ού αιώνα.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, ο Ελληνισμός βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση του απ’ το 1922, διότι βρίσκεται ξανά υπό διαμόρφωση.
Σε όλες τις προηγούμενες κρίσεις, εμφυλίους, διχασμούς, χούντες, εθνικές ήττες, ο Ελληνισμός βρισκόταν σε ένα προσδιορισμένο, συγκροτημένο πλαίσιο, του οποίου διερευνούσε τις εκδοχές, επινοούσε τις προσαρμογές, υπέμενε τους καταναγκασμούς, επεδίωκε τις ανατροπές - αλλά το πλαίσιο ήταν εκεί, μόνον οι επιλογές και η τύχη μπορούσαν να το επηρεάσουν - όχι όμως να το αναιρέσουν ή να το εξαφανίσουν.
Και το πλαίσιο αυτό ήταν το εθνικό αστικό κράτος. Με κουτσουρεμένο το αυτεξούσιο; ναι! Υποτελές ή μισοϋποτελές στους ξένους εταίρους, φίλους, επικυρίαρχους, συμμάχους, νταβατζήδες; ναι! Εχθρικό με τον λαό; υποχείριο των κρατικοδίαιτων και της διαπλοκής; ναι! Αλλά υπήρχε.
Κι ακριβώς επειδή υπήρχε, το αίτημα να γίνει καλύτερο, να διορθωθεί ακόμα και να αλλάξει ήταν ένα διαρκές αίτημα του λαού. Είτε με μεταρρυθμίσεις, είτε με επανάσταση το αίτημα του λαού για ένα κράτος δικό του (αίτημα ανολοκλήρωτο απ’ το 1821) τροφοδοτούσε και χαρακτήριζε το είδος της συμμετοχής των λαϊκών δυνάμεων (κυρίως μέσα απ’ τα κόμματα της αριστεράς) στα κοινά.
Αυτό λοιπόν το δύσμορφο, δασύτριχο, εχθρικό προς τον λαό κράτος (που μέσα απ’ το οποίο όμως ο λαός μπορούσε να προσδιορίζει και να εκφράζει, πόσω μάλλον να διεκδικεί τις προσδοκίες του) σήμερα φυλλορροεί και καταστρέφεται (καταστρέφοντας ταυτοχρόνως τον λαό ακόμα περισσότερο). Καταστρέφεται διότι η ελληνική αστική τάξη (εθνική και κοσμοπολίτική) δεν το χρειάζεται πια. Βεβαίως, ουδέποτε (το μεγαλύτερο μέρος της) χρειάσθηκε αυτό το κράτος εις ό,τι αφορά τη δική της υπόσταση, το χρειαζόταν όμως για να κυβερνά και να ληστεύει τον λαό. Αν αυτό σήμερα μπορεί να το κάνει καλύτερα μέσα από ένα υπερκρατικό σχήμα (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση), τότε αυτό το κράτος δεν το χρειάζεται, ή το χρειάζεται υπό μία νέα περιορισμένη μορφή, ενός διοικητικού μηχανισμού που μπορεί να κουμαντάρει μια περιφέρεια αντί για χώρα, έναν πληθυσμό αντί για λαό, μέσω ενός επικοινωνιακού ολοκληρωτισμού αντί της πολιτικής.
Και προς αυτήν την κατεύθυνση βαίνουμε με τα μνημόνια. Διότι τα μνημόνια δεν είναι μόνον οι δανειακές συμβάσεις που αφαιμάσσουν τη χώρα, αλλά το νέο θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνουν, ώστε να τη μετατρέψουν σε ανοχύρωτη ζώνη εις ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής του λαού,
σε τόπον αγριότητας κι ανηλεούς θήρας των αδυνάτων απ’ τους Δυνατούς. Διότι το εθνικό αστικό κράτος είχε όλα τα ψεγάδια που προαναφέραμε, αλλά ως προϊόν λαϊκών επαναστάσεων και αυτό, έφερε πάνω τους ένα «στίγμα» ανυπόφορο για τους αστούς, πολύτιμο όμως για τον λαό: το συνανήκειν. Εδινε δηλαδή αυτό το κράτος στον λαό ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ο λαός μπορούσε να αντιληφθεί τον εαυτόν του ως κάτι σπουδαιότερο από ένα άθυρμα χωρίς πατρίδα: (απονομιμοποιημένον δηλαδή από κάθε δυνατότητα να απαιτεί για τον εαυτό του κάτι καλύτερο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο).
Τώρα αυτό το πλαίσιο του αφαιρείται και είναι σαν ο λαός να ορφανεύει, να κινείται εν καινώ, να επιστρέφει στην κατάσταση του κολίγα ή της ορδής. Ή του ραγιά (που ενίοτε φαντάζεται μάλιστα ότι είναι ένας κοσμοπολίτης, απαλλαγμένος από άχρηστες παλιατζούρες. Ελεύθερος. Οσον ελεύθερο σε κάνει η ελεύθερη αγορά. Ενοικιαζόμενος καταντάς, αλλά δεν θέλεις να το παραδεχθείς, ώσπου να ’ρθει η σειρά σου).
Και περιπίπτεις σ’ αυτήν την κατάσταση του είλωτα, διότι ό,τι ως σήμερα υπήρχε για να υπερασπισθεί, άφησες να σ’ το συκοφαντήσουν τα τσιράκια των Δυνατών, σωματείο ή κόμμα, λαϊκή παράδοση ή τέχνη - όλα τα φυλαχτά σου τα έφαγε το λάιφ στάιλ, ο συρμός, η προπαγάνδα, τα κλισέ.
Η κρίση λοιπόν που περνάει σήμερα ο Ελληνισμός είναι η πιο ανοιχτή σε δραματικές εξελίξεις, διότι ενώ εκτυλίσσεται βγάζει ταυτοχρόνως και το αντικείμενό της - τους Ελληνες - έξω απ’ το πλαίσιο που είχαν συνηθίσει να λειτουργούν (καλώς ή κακήν κακώς) έως τώρα. Το 1922 συγκροτήθηκε μια υπόσταση που άντεξε την ύπαρξή της και τα έργα της, φθάνοντας έως εδώ. Η καθυπόταξη πλέον αυτής της υπόστασης προϋποθέτει να χάσει τον μπούσουλα, να εξαερωθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίον μπορούσε να εννοήσει «το καλό και το κακό».
Προς τούτο κατεβλήθη απ’ την εμφάνιση και την κατίσχυση του «εκσυγχρονισμού» στη χώρα ιδιαίτατη προσπάθεια. Ανάλογη με αυτήν που η παλινόρθωση της αντίδρασης, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, κατέβαλε σε παγκόσμιο επίπεδο για την καθιέρωση της ομογενοποιημένης σκέψης. Η γλώσσα του Οργουελ έχει επικρατήσει παντού. Κορωνίς του φαινομένου η διαρκής δίκη κατά του λαού για «λαϊκισμό» και «κρατισμό».
Οι παθολογίες που οι ίδιες οι άρχουσες τάξεις δημιουργούν χρησιμοποιούνται εναντίον του λαού για να δημιουργηθούν νέες και βαθύτερες παθολογίες σε μια διαρκή εξίσωση προς τα κάτω, με ένα ανηλεές και απροσμάχητο «διαίρει και βασίλευε» που στέλνει τον καθένα, καθώς και τάξεις ολόκληρες, στο σφαγείο.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή γίνεται σφαγείο για τον λαό της. Η κρίση (που χρησιμοποιείται ως εργαλείο) φέρνει τους Ελληνες, τον λαό, αντιμέτωπους με μια πολεμική μηχανή που φρόντισε να τους υπεξαιρέσει πρώτα απ’ όλα το κράτος τους και στη θέση του να εγκαταστήσει έναν διοικητικό μηχανισμό ανδρεικέλων. Όχι πως αυτό το κράτος, όπως ξαναείπαμε, δεν ήταν ήδη και διαρκώς εχθρικό προς τον λαό. Όπως όσον υπήρχε, ο πειρασμός του αυτεξούσιου, της εθνικής ανεξαρτησίας, πόσω μάλλον της λαϊκής κυριαρχίας παρέμενε για τον λαό ζωντανός. Ήταν μέσα
στη δημοκρατική παράδοση, κατακτημένη κι αυτή με αίμα και θυσίες, η δυνατότης του λαού να πιστεύει ότι μπορεί να ζητά λογοδοσία απ’ τους ηγέτες του, απ’ αυτούς που ο ίδιος εκλέγει. Σε έναν πληθυσμό, ούτε καν κοινωνία, που όλοι γνωρίζουν ότι απλώς εκτελούνται απ’ το ντόπιο προσωπικό οι εντολές που καταφθάνουν απ’ τη «Ρώμη», από ποιον θα ζητήσει κανείς λογοδοσία; Απ’ τους ντόπιους τελώνες και φοροεισπράχτορες; Απ’ τους τοποτηρητές της «Ρώμης» - την Τρόικα κάθε φορά που καταφθάνουν εδώ, ούτε καν
ως άλλοι ανθύπατοι, αλλά απλώς ως δημόσιοι υπάλληλοι, ενός άλλου «Δημοσίου», υπέρτερου και άπληκτου. Πρόκειται για την καθαίρεση της πολιτικής, την επιστροφή σε προαστικές μορφές διακυβέρνησης. Όταν μια γραφειοκρατία με πέννες και λόγχες εποπτεύει και διοικεί τις κοινωνίες προκειμένου τα αφεντικά της να προσπορίζονται τον πλούτο των εθνών - όχι πλέον των εθνών - των ανθρώπων. Όταν όλοι έχουν καταλάβει
ότι δεν είναι πια πολίτες, αλλά έχουν ξαναγίνει υπήκοοι.
Τα λίγα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμα εις ό,τι αφορά τη φορά των πραγμάτων - το πείραμα που ξεκίνησε στην Ελλάδα και άλλες αδύναμες (η καθεμία για τους δικούς της λόγους) χώρες έχει λίγο δρόμο μπροστά του. Κινείται ταχύτατα - λόγου χάριν, η υποταγή της Ευρώπης στο Βερολίνο είναι ενδεικτική. Πολλά απ’ όσα φαίνονταν αδιανόητα χθες, έχουν ήδη γίνει. Όταν οι αρχαίοι άρχισαν να λένε ότι «οι
καιροί ου μενετοί» την είχαν ήδη πατήσει. Η γνώμη μου όμως είναι -αν μου επιτρέπετε- ότι στο τέλος θα την πατήσουν οι Δυνατοί, για τον απλούστατο λόγο ότι ο άνθρωπος έχει συσσωρεύσει μνήμη και οι λαοί δεν είναι διατεθειμένοι να σκλαβωθούν εκ νέου τόσον εύκολα. Κι επειδή ο καπιταλισμός είναι ως εκ της φύσεώς του ηλίθιος, δεν μπορεί παρά να τραβάει το σκοινί. Οσο μάλιστα μένει ασύδοτος, όλο και πιο πολύ.
Χειμέρια λοιπόν τα πράγματα και πυκνώνουν τα εξ Εσπερίας νέφη, αλλά στο τέλος πάντα βγαίνει ο ήλιος - τι να κάνουμε; είναι γραμμένο στο DNA του κόσμου, σαν άνθρωπος να φθάσει να ζει ο άνθρωπος.
Κι ύστερα βλέπουμε...
από το "enikos.gr"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου