Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Τι θα κάνατε αν βρισκόσασταν στην κοιλιά ενός τεράστιου κροκόδειλου;


του Δημήτρη Καζάκη

Όχι, δεν αναφέρομαι στην πρόσφατη είδηση εξ Αυστραλίας για τα δυο 12χρονα αγοράκια που χάθηκαν γιατί αγνόησαν τις πινακίδες που έλεγαν, προσοχή κίνδυνος κροκόδειλοι. Αυτοί άλλωστε είναι κροκόδειλοι της άγριας φύσης και ακολουθούν τα ένστικτά τους. Επιτίθενται στην λεία τους όταν πεινούν και σταματούν όταν χορταίνουν. Το κάνουν επί εκατομμύρια χρόνια σε μια αέναη μάχη ενάντια στο χρόνο και τον άνθρωπο.

Τι κάνεις όμως αν βρεθείς στην κοιλιά ενός κροκόδειλου με ευγενική καταγωγή, τρόπους και ανατροφή από τα μεγαλύτερα σαλόνια της Δύσης; Δεν πρόκειται για εκείνους του άγριους κροκόδειλους που ξεσκίζουν το θύμα τους χωρίς να του αφήνουν κανένα περιθώριο αυταπάτης. Όχι βέβαια.

Πρόκειται για ένα ερπετό που του αρέσει να καταπίνει με μιας και ύστερα με την ησυχία του να χωνεύει, με το θύμα του να νομίζει ότι τα πάντα είναι δυνατά. Ακόμη και το να εγκατασταθεί μέσα στην κοιλιά του για πάντα. Οι ειδικοί λένε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο είδος κροκόδειλου αποφεύγει τα στομαχικά προβλήματα και απολαμβάνει το γεύμα του περισσότερο.

Είναι μια τεχνική που μάλλον την έμαθε σε κάποιο από μεγάλα ευαγή ιδρύματα της....
πολιτισμένης Δύσης. Ίσως σε κάποιο Χάρβαρντ. Μάλλον έτσι δικαιολογείται και το τεράστιο μέγεθος αυτού του ερπετού.

Τι κάνεις λοιπόν; Αυτό το ερώτημα απασχολεί την θαυμάσια παράσταση στο Από Μηχανής Θέατρο, όπου μια ομάδα εξαίρετων ηθοποιών ανέβασε το σατιρικό διήγημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Ο Κροκόδειλος. Νομίζω ότι αξίζει να την δει κανείς, όχι μόνο για να θαυμάσει το ταλέντο των συντελεστών της παράστασης, που δοκίμασαν με αξιοσημείωτη επιτυχία να μεταφέρουν στην σκηνή ένα σατιρικό διήγημα το οποίο δεν προοριζόταν για θεατρικό από τον συγγραφέα του, αλλά για να τον απασχολήσει στα σοβαρά και το θέμα του έργου.

Με την Ελλάδα ήδη βαθιά μέσα στην κοιλιά του κροκόδειλου, είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρο το έργο αυτό του μετρ της Ρωσικής κλασσικής λογοτεχνίας. Ο Ντοστογιέφσκι ήξερε, ίσως καλύτερα από κάθε άλλον, να εντοπίζει και να αναλύει τα υπόγεια ρεύματα της εποχής του. Κι ενώ οι συντελεστές της παράστασης φρόντισαν να αποφύγουν την αλλοίωση του κειμένου, ο θεατής – τουλάχιστον ο υποψιασμένος – θα βρει πάρα πολλές αναλογίες με την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας.

Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι θεατές θα ταυτιστούν με τον Ιβάν Ματβιέιτς στην κοιλιά του κροκόδειλου, μιας και η συντριπτική πλειοψηφία όλων μας βρίσκεται ήδη σ’ αυτήν την κατάσταση. Με την διαδικασία της πέψης να έχει ξεκινήσει.

Περί τίνος πρόκειται;

Βρισκόμαστε στην Αγία Πετρούπολη στις 13 Ιανουαρίου 1865. H Γιελιένα Ιβάνοβνα και ο σύζυγος της Ιβάν Ματβιέιτς επισκέπτονται μαζί με τον οικογενειακό τους φίλο, Σεμιόν Σεμιόνιτς, τη Στοά, όπου εκτίθεται ένας κροκόδειλος έναντι αντιτίμου. Ο Ιβάν Ματβιέιτς, ευυπόληπτος κρατικός υπάλληλος του Τσάρου, αρχίζει να πειράζει τον κροκόδειλο. Ξαφνικά το ερπετό τον καταπίνει. Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς, η φωνή της κοινής λογικής στο έργο, ζητά από τον Γερμανό ιδιοκτήτη του ερπετού να ξεσκίσει τον κροκόδειλο και να γλιτώσει τον σύζυγο. Κάτι που ο Γερμανός ιδιοκτήτης απορρίπτει διότι συνιστά προκλητική παραβίαση του ιερού δικαιώματος της δικής του ιδιωτικής ιδιοκτησίας και συνιστά τεράστια απαξίωση του κεφαλαίου του. Τι είναι η ζωή ενός συζύγου μπροστά στο κεφάλαιό του;

Όμως ο Ιβάν Ματβιέιτς ζει και βασιλεύει, απλώς βρίσκεται μέσα στο σώμα του ερπετού. Το μόνο που τον ανησυχεί είναι πώς θα εκλάβουν το περιστατικό οι προϊστάμενοι του στην υπηρεσία. Επιπλέον, σ’ αυτήν την οικονομική κρίση που ζει η Ρωσία, δύσκολα θα μπορέσουν να ξεσκίσουν την κοιλιά ενός κροκόδειλου χωρίς αποζημίωση και ο παθών δεν διαθέτει χρήματα.

Ο φίλος του Σεμιόν Σεμιόνιτς αποφασίζει να επισκεφτεί τον Τιμοφιέι Σεμιόνιτς για βοήθεια, όμως εκείνος αρνείται να βοηθήσει μια και πάντα πίστευε ότι ο Ματβιέιτς θα είχε τέτοια κατάληξη, γιατί οι υπερβολικά μορφωμένοι άνθρωποι χώνονται παντού και κυρίως εκεί που δεν τους σπέρνουν. Προτείνει μάλιστα να κουκουλώσουν την όλη υπόθεση, γιατί είναι ύποπτη, ανήκουστη και δημιουργεί κακό προηγούμενο.

Ειδικά τώρα που η Ρωσία έχει ανάγκη τα ξένα κεφάλαια. Πώς θα προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, αν απαξιώσουν το κεφάλαιο του Γερμανού ιδιοκτήτη του κροκόδειλου για την ζωή ενός ασήμαντου υπαλλήλου. Οι ξένοι επενδυτές πρέπει να προστατευθούν με κάθε τρόπο. Κι επομένως πρέπει να προστατεύσουν τον ξένο επενδυτή, τον Γερμανό ιδιοκτήτη του κροκόδειλου, αντί να προσπαθούν να ξεσκίσουν την κοιλιά του βασικού του κεφαλαίου. 

Ο Ιβάν Ματβιέιτς θα πρέπει να αισθάνεται χαρά και περηφάνια που με δική του συμβολή πολλαπλασιάστηκε η αξία του ξένου κεφαλαίου. Βλέπετε, η είδηση του περιστατικού διαδόθηκε αστραπιαία στην Αγία Πετρούπολη και σχηματίστηκε τεράστια κοσμοσυρροή για να δουν τον κροκόδειλο. Η αυξημένη ζήτηση έφερε άνοδο στο αντίτιμο της εισόδου, μεγάλα κέρδη στον Γερμανό κεφαλαιούχο και έκανε τον κροκόδειλο ακόμη πιο πολύτιμο. Τέτοιες θυσίες χρειάζονται για να προσελκυστούν τα ξένα κεφάλαια.

Και ενώ ο Σεμιόν Σεμιόνιτς ανησυχεί για τον φίλο του, το θύμα αντί να ανησυχεί, σκέφτεται πώς να εκμεταλλευτεί την περίσταση. Πώς επιτέλους έχει όλο τον χρόνο για να σκεφτεί και να λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Πώς βρίσκεται σε μια ιδανική θέση για να δώσει πολύτιμες πληροφορίες στις φυσικές επιστήμες. Πώς με τις διαλέξεις του μέσα από την κοιλιά του κροκόδειλου σε σαλόνια και ακαδημίες, θα είναι περιζήτητος. Συνεπώς το γεγονός ότι τον κατάπιε ο κροκόδειλος συνιστά για τον ίδιο μια θαυμάσια ευκαιρία για λαμπρή σταδιοδρομία.

Εκεί λοιπόν θα παραμείνει, μέσα στην κοιλιά του κροκόδειλου, πάση θυσία. Ξεχνώντας βεβαίως ότι το αναπόφευκτο και απολύτως φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας περιπέτειας στην κοιλιά ενός τέτοιου θηρίου είναι η πέψη και η αφόδευση του θύματος.

Η ιστορική ιδιομορφία του ρωσικού καπιταλισμού

Όπως είναι φανερό ο Ντοστογιέφσκι αναφέρεται σε μια εποχή όπου η τσαρική Ρωσία ήθελε να εκσυγχρονιστεί με την βοήθεια ξένων κεφαλαίων. Δεν αναφέρεται στον καπιταλισμό γενικά, αλλά για τον τρόπο που η τσαρική Ρωσία θα βίωνε αναγκαστικά την ορμητική άνοδο του καπιταλισμού στο έδαφός της.

Μαζί με τη Βρετανία, η τσαρική Ρωσία ήταν οι μόνες μεγάλες δυνάμεις που άφησε φαινομενικά «αμόλυντες» το επαναστατικό κύμα του 1848-’71, το οποίο πέρα από οτιδήποτε άλλο έδωσε τη χαριστική βολή στην «ισορροπία δυνάμεων» της συνθήκης της Βιέννης (1815) και της Ιερής Συμμαχίας. Στις συνθήκες αυτές η αναμέτρηση της Ρωσίας με τα διεθνή συμφέροντα της Βρετανίας ήταν κάτι παραπάνω από προδιαγεγραμμένη.

Ορόσημο για την καθυστερημένη, αλλά θυελλώδη «είσοδο» της τσαρικής Ρωσίας στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού αποτέλεσε η ήττα της στον πόλεμο της Κριμαίας. «Ο Πόλεμος της Κριμαίας (1854-56) ενάντια στην Τουρκία, Αγγλία, Γαλλία και Σαρδηνία αποκρυστάλλωσε την ογκούμενη πεποίθηση στο μυαλό των ανώτερων τάξεων της Ρωσίας ότι ο ανταγωνισμός – είτε στρατιωτικός, είτε οικονομικός – με την εκβιομηχανισμένη Δυτική Ευρώπη σήμαινε καταστροφή και επομένως η παλιά τάξη πραγμάτων έπρεπε να φύγει»[1]. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, αν και αναιμικές, είχαν σαν στόχο να αντιμετωπίσουν την οικονομική αδυναμία του καθεστώτος με την κατά προτεραιότητα ενίσχυση της καπιταλιστικής επιχείρησης, τόσο στην πόλη, όσο και στο χωριό.

Έτσι, η ανάγκη να θωρακιστεί από το «επαναστατικό μίασμα» και ταυτόχρονα να διεκδικήσει ανταγωνιστικό μερίδιο στο διεθνή επεκτατισμό της μεγάλης βιομηχανίας, που εκείνη την εποχή αντιπροσώπευε κατά κύριο λόγο η Βρετανία, εξανάγκασε τον τσαρισμό να αναζητήσει νέα κοινωνικά και πολιτικά στηρίγματα του καθεστώτος. Κι αυτά προσπάθησε να τα οικοδομήσει μέσα από τη συμμαχία του με τις κορυφές της ρωσικής αστικής τάξης, κυρίως με τους μεγιστάνες της βιομηχανίας.

Στα πλαίσια αυτά το τσαρικό κράτος ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενισχύσει με κάθε θυσία την ανάπτυξη της βιομηχανίας μέσα κυρίως από τον απευθείας εξωτερικό δανεισμό, το άνοιγμα του στις διεθνείς χρηματαγορές και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οικοδόμησε επίσης ένα ανταγωνιστικό πλέγμα προστασίας προς όφελος της μεγάλης μεταποιητικής βιομηχανίας και διέθεσε τα τεράστια αποθέματα πρώτων υλών της ρωσικής αυτοκρατορίας στις κερδοσκοπικές ορέξεις του ντόπιου και ξένου μεγάλου κεφαλαίου. Παράλληλα προσπάθησε να μετατρέψει το ρούβλι σε «ισχυρό νόμισμα», σε διεθνές μέσο πληρωμών, μέσω της δημιουργίας σημαντικού αποθέματος χρυσού – εξ ιδίας παραγωγής – και την επιβολή του χρυσού κανόνα.

Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν με μιας και ούτε υπήρξαν ως αποτέλεσμα μιας άνωθεν ξεκάθαρης πολιτικής επιλογής. Ιδιαίτερα στις συνθήκες ενός καθεστώτος, όπως το τσαρικό, το οποίο διακρινόταν διεθνώς για τις «δυνάμεις αδρανείας» του και το βαθιά αντιδραστικό του χαρακτήρα. Η αναγκαιότητα να περάσει η Ρωσία στο δρόμο μιας γρήγορης, αν και ιστορικά ιδιόμορφης, καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης, δεν το επέβαλαν μόνο οι πολιτικές βλέψεις και οι ανάγκες της απολυταρχίας, αλλά πρώτα απ’ όλα οι ανταγωνιστικές συνθήκες στην παγκόσμια αγορά και η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, η οποία, μετά από ένα πρωτοφανές όργιο διεθνούς κερδοσκοπικής επέκτασης κύρια του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ξέσπασε για πρώτη φορά στην ιστορία του συστήματος το 1873 και είχε διάρκεια περίπου για δυο δεκαετίες.

Γενικά, οι πόλεμοι που ξεσπούν απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα (όπως ο πόλεμος της Κριμαίας, ο αμερικανικός εμφύλιος, οι αμερικανοβρετανικοί πόλεμοι για τη λατινική Αμερική, ο γαλλοπρωσικός, κλπ.), μαζί με τους περιοδικούς κερδοσκοπικούς κλονισμούς της παγκόσμιας οικονομίας, που κορυφώθηκαν με την παγκόσμια κρίση του 1873-96, θα γεννήσουν ένα νέο σύστημα μεγάλων δυνάμεων, το οποίο με όρους ιμπεριαλιστικού  ανταγωνισμού θα «σφραγίσει» τελικά τη διεθνή οικονομία και πολιτική έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Ειδικά, όμως, για τη Ρωσία η κρίση υπήρξε πολύ πιο επώδυνη και παρατεταμένη. Ουσιαστικά ξεσπά αμέσως μετά το τέλος του πολέμου της Κριμαίας. «Μια μανία κερδοσκοπίας ξεσπά αμέσως μετά τον Πόλεμο της Κριμαίας, την οποία ακολούθησε η χρηματιστική κρίση του 1858-9. Το ίδιο και ο πυρετός ανάπτυξης των σιδηροδρόμων στα τέλη της δεκαετίας του ’60, που οδήγησε ξανά στη κρίση του 1873-4. Η κερδοσκοπία απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις παρά ποτέ από το 1878 έως το 1880, για να την ακολουθήσει μια ύφεση εφτά ετών»[2].

Η κρίση αυτή δεν θα ολοκληρωθεί παρά προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890, αφού συνδυαστεί με μια οξεία εμπορική και αγροτική κρίση, όπως και με περιοδικούς λοιμούς, που σαρώνουν τη χώρα από το 1891 έως τις αρχές του νέου αιώνα. Η διαδικασία αυτή ήταν που έδωσε πλέον τη χαριστική βολή στις παραδοσιακές πατριαρχικές σχέσεις, οι οποίες κυριαρχούσαν ακόμη και στα εργοστάσια, ενώ εξάρτησαν την άνοδο του ρωσικού καπιταλισμού από τα διεθνή κυκλώματα χρηματιστικής κερδοσκοπίας.

«Επομένως η Βιομηχανική Επανάσταση ενθαρρύνθηκε στη Ρωσία, όχι γιατί οι άρχουσες τάξεις το ήθελαν, ή ένιωθαν οποιαδήποτε αποστροφή για τις κοινωνικές της επιπτώσεις, αλλά γιατί φαινόταν ως η μοναδική εναλλακτική στο οικονομικό χάος. Έτσι, ή αλλιώς οι νέες μέθοδοι είχαν ήδη αρχίσει να εισάγονται από ξένους και Ρώσους καπιταλιστές, οπότε στην αρχή η πρωτοβουλία της γραφειοκρατίας ήταν κάτι λίγο περισσότερο από μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση που είχε ήδη εμφανιστεί»[3].

Οι συνθήκες αυτές πυροδότησαν – μετά το μεγάλο λοιμό του 1891 και ιδίως με το διορισμό του Σέργκεϊ Βίτε σε υπουργό οικονομικών και εμπορίου του τσάρου (1892-1903) – μια εκρηκτική ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου, μια ορμητική είσοδο στην εποχή των πρώτων μονοπωλιακών ενώσεων στο έδαφος της Ρωσίας, που από άποψη επιπέδου συγκέντρωσης κεφαλαίου και εργατικής δύναμης δεν υστερούσαν καθόλου από το αντίστοιχο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών της εποχής εκείνης[4].

Ωστόσο, αυτή η ραγδαία άνοδος του καπιταλισμού στη Ρωσία είχε σοβαρές ιδιομορφίες. Καταρχάς εξαρτιόταν άμεσα από την εισαγωγή ξένου κεφαλαίου, πρώτα και κύρια δανειακού, που τουλάχιστον στην αρχή μόνο το τσαρικό κράτος μπορούσε να εξασφαλίσει προς όφελος της ρωσικής αστικής τάξης.

Δεύτερο, πόνταρε όχι τόσο στην «ενεργή ζήτηση» της εσωτερικής και εξωτερικής αγοράς για την παραγωγή της «εθνικής οικονομίας», όσο στην υπερδιογκωμένη καταναλωτική δαπάνη του τσαρικού κράτους, τον παρασιτικό καταναλωτισμό της ρωσικής αριστοκρατίας και το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον του ξένου κεφαλαίου, κύρια για τις διαθέσιμες πρώτες ύλες και τη ντόπια χρηματαγορά.

Τρίτο, θεμελιωνόταν σε μια απροκάλυπτα ληστρική εκμετάλλευση του προλεταριάτου και της αγροτικής υπαίθρου, αξιοποιώντας πλήρως το υπάρχον απολυταρχικό σύστημα καταπίεσης.

Έτσι είχαμε μια περίεργη κατάσταση, όπου η Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα, απ’ την μια, «ήταν μια χώρα με υψηλά ανεπτυγμένο βιομηχανικό καπιταλισμό, του οποίου επιπλέον η άνοδος υπήρξε ταχύτερη απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα»[5]. Κι απ’ την άλλη, παρέμεινε μια χώρα παραγωγικά καθυστερημένη και από την άποψη του διεθνούς καταμερισμού εργασίας υποβαθμισμένη, κυρίως αγροτική.

Ο κύριος λόγος γι’ αυτή την εσωτερική αντίφαση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία βρίσκεται σ’ αυτό που εξηγεί ο μπολσεβίκος ιστορικός Μ. Ν. Ποκρόφσκι: «Η Ρωσία μπήκε στο δρόμο του καπιταλισμού αργότερα από όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η ρώσικη καπιταλιστική βιομηχανία έπρεπε να αναπτυχθεί υπό συνθήκες ανελέητου ανταγωνισμού, τόσο στην εσωτερική, όσο και ειδικά στην εξωτερική αγορά, με την ισχυρότατη βιομηχανία της Δυτικής Ευρώπης, η οποία είχε συγκροτηθεί νωρίτερα. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο «στρατιωτικός-φεουδαρχικός ιμπεριαλισμός» της απολυταρχίας ήταν ένας απαραίτητος όρος για την ανάπτυξή της, ακόμη και για την ίδια την ύπαρξή της. Η τεράστια συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων και διαθέσιμων πόρων που είχε επιτευχθεί από τον τσαρισμό με τη βοήθεια απίστευτα σκληρών μεθόδων και η οποία τελικά αποτέλεσε εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη, παρόλα αυτά βοήθησε το ρώσικο καπιταλισμό να «αποκρούσει» τους ανταγωνιστές του. Η ρώσικη αστική τάξη δεν διέθετε τη δύναμη να δημιουργήσει τη δική της στρατιωτική δικτατορία, όπως η γαλλική αστική τάξη είχε κάνει τις μέρες της Πρώτης Αυτοκρατορίας. Δεμένη με γάμο συμφέροντος με το σάπιο πτώμα της αριστοκρατίας, ή ίδια η αστική τάξη μολύνθηκε από την παρακμή της και χάθηκε από γεροντική άνοια σε μια ηλικία που η αστική τάξη της Δυτικής Ευρώπης βρισκόταν ακόμη στην ακμή της»[6].

Ωστόσο, η κατάσταση υπήρξε περισσότερο σύνθετη. Η «αδυναμία» της αστικής τάξης στη Ρωσία δεν ήταν απλά προϊόν της ιστορικά καθυστερημένης καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης, ούτε μόνο, ή κύρια της οργανικής της σχέσης με την απολυταρχία. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός αποδείχτηκε ακόμη πιο «δεμένος» με τον τσαρισμό, απ’ ότι ήταν ο εμπορικός καπιταλισμός προηγούμενα. Κι αυτό γιατί το βιομηχανικό κεφάλαιο έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το παραδοσιακό εμπορικό κεφάλαιο, το διεθνή επεκτατισμό και την κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς. Κι αυτό για τη τσαρική Ρωσία συνέβη σε μια εποχή αυξημένου ανταγωνισμού ανάμεσα σε μια σειρά χώρες, όχι μόνο για μερίδια στις διεθνείς αγορές, αλλά και για σφαίρες εξαγωγής και τοποθέτησης κεφαλαίου.

Η «μητέρα Ρωσία» για να διατηρήσει το «μητροπολιτικό» της ρόλο, να υπερασπίσει τα διεθνή ζωτικά της συμφέροντα και να επεκτείνει την αυτοκρατορία της, έπρεπε να «εκμοντερνιστεί» με όρους μεγάλης βιομηχανίας. «Χωρίς σιδηροδρόμους και μηχανολογικές βιομηχανίες η Ρωσία δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής μέσα στα σύνορά της. Η επιρροή της στην Ευρώπη θα κατρακυλήσει σε ένα επίπεδο εντελώς αναντίστοιχο με τη διεθνή της δύναμη και την ιστορική της σπουδαιότητα»[7], τόνιζε ο Σέργκει Βίτε στον τσάρο Αλέξανδρο ΙΙ. Και από τη δική του ταξική σκοπιά είχε δίκιο.

Για να ανταγωνιστεί, λοιπόν, η Ρωσία με επιτυχία, για να διεκδικήσει το μερίδιό της στις διεθνείς εξελίξεις και την παγκόσμια ιστορία, ήταν αναγκασμένη να στραφεί για κεφάλαια και παραγωγική τεχνογνωσία στους ίδιους τους ανταγωνιστές της. Την εποχή μάλιστα του ανερχόμενου καπιταλιστικού μονοπωλίου και της ολοένα πιο βίαιης σύγκρουσης για αγορές και σφαίρες επιρροής. «Αν μια χώρα» έγραφε ο Βίτε σε μια μυστική έκθεση προς τον τσάρο Νικόλαο ΙΙ στα 1900, «δεν είναι πλούσια σε δικό της κεφάλαιο, αλλά κράτος και βιομηχανία το χρειάζονται επειγόντως, τότε δεν υπάρχει καμμιά άλλη διέξοδος στην κατάσταση εκτός από το να προσελκύσουμε κεφάλαιο από το εξωτερικό. Αν όμως αυτό το ξένο κεφάλαιο καθοδηγηθεί προς την ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας, τότε η τελευταία επωφελείται επίσης από την εισροή της πιο έμπειρης, ενημερωμένης και ριψοκίνδυνης ξένης επιχειρηματικότητας [και τότε] οι ξένοι καπιταλιστές θα ενδιαφερθούν για την τύχη της ακόμη και σε περιόδους πολιτικής αναταραχής. Ωστόσο, οι ανάγκες μας για κρατικές πιστώσεις μπορούν να ικανοποιηθούν με πιο ασφαλή τρόπο από τις εγχώριες αποταμιεύσεις, μιας και κατά τη γνώμη μου είναι επιβλαβές και ανάξιο για μια μεγάλη αυτοκρατορία να εκθέσει την εξωτερική της πολιτική στον κίνδυνο πιέσεων από ξένα χρηματιστήρια, κάτι αναπόφευκτο εάν όλα τα κρατικά μας ομόλογα πουληθούν στο εξωτερικό. Λόγω της έλλειψης εγχώριου κεφαλαίου, λόγω της ανάγκης να δαπανούμε ένα σημαντικό μέρος των εθνικών αποταμιεύσεων για κρατικές ανάγκες, ιδίως για να αυξήσουμε την πολεμική μας ετοιμότητα και να επεκτείνουμε το δίκτυο σιδηροδρόμων, η απαραίτητη ανάπτυξη της βιομηχανίας μας μπορεί να συμβεί μόνο με την απευθείας βοήθεια από το ξένο κεφάλαιο… Μόνο τότε είναι σε θέση η μαζική βιομηχανία να αναπτυχθεί εδώ με τον απαραίτητο εσωτερικό ανταγωνισμό, ο οποίος θα οδηγήσει να φθηνύνει το προϊόν της και επομένως όχι μόνο να αυξηθεί η εσωτερική κατανάλωση, αλλά και να εξαχθούν στο εξωτερικό τα πλεονάσματα»[8].

Η προσφυγή στο ξένο κεφάλαιο οδήγησε τον ανερχόμενο ρωσικό βιομηχανικό καπιταλισμό σε μια ολόπλευρη εμπορική, παραγωγική και χρηματιστική εξάρτηση. Σύμφωνα με στοιχεία[9] της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, από το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου των μεταλλουργικών επιχειρήσεων στη Ρωσία, το 67% ανήκε σε ξένους επενδυτές. Στις μεγάλες παραγωγικές μονάδες χυτοσιδήρου και χάλυβα στο Βορρά το ποσοστό ανερχόταν στο 85%. Στις μεγαλύτερες πολωνικές μεταλλουργικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις άνθρακα του Ντονμπάς, το ποσοστό ξένου ελέγχου ανερχόταν στο 50%. Στις μετοχικές επιχειρήσεις με αντικείμενο τις μεταφορές (κύρια σιδηρόδρομοι) το ποσοστό της ξένης συμμετοχής ήταν 40,6%. Στην υφαντουργική βιομηχανία ο βαθμός ξένης συμμετοχής ήταν ο χαμηλότερος και βρισκόταν στο 25%. Ενώ στον τραπεζικό τομέα το ξένο κεφάλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ισχυρών ντόπιων χρηματιστικών ομίλων.

Όμως, η κύρια μορφή εξάρτησης της Ρωσίας ήταν η χρηματιστική και εκφραζόταν κυρίως μέσω ενός εντυπωσιακού κρατικού εξωτερικού χρέους. Η Ρωσία επιβαρύνθηκε με ένα εξωτερικό χρέος, που στις αρχές του 20ου αιώνα υπερέβαινε κατά πολύ τη συνολική αξία των εξαγωγών της. «Μέσα στις δυο δεκαετίες που πέρασαν από τότε [τη σύναψη της εμπορικής εκεχειρίας με τη Γερμανία το 1894] έως τον Παγκόσμιο Πόλεμο, το συνολικό κρατικό χρέος της Ρωσίας αυξήθηκε από 5.775.000.000 σε περίπου 8.800.000.000 χρυσά ρούβλια. Το κομμάτι που αντιστοιχούσε στο εξωτερικό χρέος αυξήθηκε από 1.773.000.000 χρυσά ρούβλια την 1η Ιανουαρίου 1895, σε 4.229.000.000 την 1η Ιανουαρίου 1914, δηλαδή από 30 σε 48% του συνόλου. Η Γαλλία, στρατιωτικός σύμμαχος της Ρωσίας, κατείχε τα τέσσερα πέμπτα του στενά κυβερνητικού χρέους και έτσι ήταν σε θέση να φροντίσει ώστε οι στρατιωτικοί σιδηρόδρομοι και οι άλλες πολεμικές προετοιμασίες δεν θα υστερούσαν. Η Μεγάλη Βρετανία κρατούσε το περισσότερο από το υπόλοιπο. Από ένα συνολικό ποσό ξένων βιομηχανικών επενδύσεων της τάξης των δύο δισεκατομμυρίων ρουβλιών, η Γαλλία κατείχε σχεδόν το ένα τρίτο, η Μεγάλη Βρετανία το ένα τέταρτο, η Γερμανία και το Βέλγιο από ένα έκτο η καθεμιά. Σταδιακά μια περίεργη κατάσταση εμφανίστηκε, στην οποία η κεντρική Ευρώπη [κυρίως η Γερμανία] έλεγχε τη μερίδα του λέοντος στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας, εισπράττοντας ένα γενναιόδωρο εμπορικό ισοζύγιο κάθε χρόνο, ενώ η δυτική Ευρώπη εισέπραττε ένα επιβαρυμένο ισοζύγιο πληρωμών σε επενδύσεις στη Ρωσία και ασκούσε μεγάλη επιρροή, μέσω του προϋπολογισμού, στις πολιτικές του ρωσικού κράτους»[10].

Το γεγονός ότι τελικά τα συμφέροντα του αγγλογαλικού «μπλοκ» υπερίσχυσαν στην πολιτική της τσαρικής Ρωσίας, δεν είναι βέβαια καθόλου άσχετο από τις συγκεκριμένες σχέσεις εξάρτησης του ρωσικού καπιταλισμού με τις ανταγωνίστριες χώρες του ιμπεριαλισμού.

Ο ρωσικός καπιταλισμός, μέσω κυρίως της εξάρτησής του από το ξένο κεφάλαιο, αναγκάστηκε να εξωτερικεύσει την οξύτατη πάλη για το διαμελισμό του κόσμου, που διεξάγεται όλο και πιο ανελέητα αυτή την εποχή ανάμεσα στις ισχυρότερες χώρες του νεότευκτου μονοπωλιακού καπιταλισμού. Να μετατραπεί ο ίδιος σε έρμαιο, αλλά και σε μια από τις πιο σημαντικές εφεδρείες – λόγω κυρίως των αυτοκρατορικών του διαστάσεων – για καθέναν από τους αντιμέτωπους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς της εποχής στην πάλη τους για τη διανομή και την αναδιανομή της υφηλίου, που τελικά θα οδηγήσει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Εδώ βρίσκεται και η πραγματική υλική βάση που μετέτρεψε την τσαρική Ρωσία σε «αδύνατο κρίκο» της παγκόσμιας αλυσίδας του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για το διαμελισμό του κόσμου. «Αυτός ο διαμελισμός του κόσμου από μια χούφτα χώρες…», παρατηρούσε εύστοχα ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ, «ήταν η πιο εντυπωσιακή εκδήλωση της αυξανόμενης διχοτόμησης της υφηλίου σε ισχυρούς και αδύναμους, σε «ανεπτυγμένους» και «καθυστερημένους»…»[11].

Η διχοτόμηση, όμως, αυτή δεν γινόταν με όρους αντιπαράθεσης του καπιταλισμού με προγενέστερα συστήματα, δηλαδή ως επιβολή του ανεπτυγμένου καπιταλισμού σε ιστορικά ξεπερασμένους τρόπους παραγωγής, αλλά στο έδαφος του ιμπεριαλισμού, του οποίου η οικονομική ουσία ήταν ο διεθνής επεκτατισμός του ανερχόμενου καπιταλιστικού μονοπωλίου. Η διχοτόμηση, λοιπόν, δεν ήταν τόσο ανάμεσα σε «βιομηχανικές» και «αγροτικές» περιοχές του πλανήτη, όσο ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες χώρες, σε χώρες-δουλοκτήτες και σε χώρες-δούλους, κατά τη γνωστή προσφιλή έκφραση του Λένιν.

Κι αυτό γινόταν με όρους διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Μόνο που αυτός ο διεθνής καταμερισμός εργασίας δεν καθοριζόταν τώρα πια από το χαρακτήρα και τις ροές του διεθνούς εμπορίου, ή το κατακτημένο «εθνικό» επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά κυρίως από την εξαγωγή κεφαλαίου και τη δυνατότητα άντλησης μονοπωλιακού υπερκέρδους από χώρες εξαρτημένες, ή και ανταγωνίστριες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ίδια η έννοια της καθυστέρησης, της ανισομέρειας και της ανισότητας διεθνώς άλλαζε δραστικά περιεχόμενο. Δεν συνδέονταν πλέον με την επιβίωση «ιστορικών κατάλοιπων», αλλά με την αναπαραγωγή τους στο έδαφος του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλίου. Η «ιστορική καθυστέρηση» μιας χώρας μετασχηματιζόταν από εμπόδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, σε οργανικό στοιχείο της εξαρτημένης ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Ειδικότερα στη Ρωσία, η τσαρική απολυταρχία επιβίωσε όχι ως αναγκαίο κακό από το παρελθόν, ως «ιστορικό κατάλοιπο», αλλά ως ζωτικής σημασίας «δικλείδα ασφαλείας», τουλάχιστον έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόσο για τα οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, όσο και της ανόδου του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη χώρα, που διακρινόταν για τις οργανικές του σχέσεις με το ξένο κεφάλαιο. Επομένως η παραγωγική καθυστέρηση και η υποβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, δεν οφειλόταν τόσο σε «ιστορικά κατάλοιπα», αλλά στην ίδια την ανάπτυξη του ρωσικού βιομηχανικού καπιταλισμού υπό το καθεστώς των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της εποχής.

Σε μια παγκόσμια αγορά όπου μέτρο της δύναμης μιας χώρας και του ρόλου που διεκδικεί στις διεθνείς σχέσεις, ήταν όλο και περισσότερο η εξαγωγή κεφαλαίου και τα «πρόσθετα κέρδη» από το εξωτερικό, η Ρωσία είχε μεταβληθεί σε χώρα εισαγωγής κεφαλαίου και κερδοσκοπικής προσάρτησης της οικονομίας και της πολιτικής της από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού. Ο «εκμοντερνισμός» της Ρωσίας δεν εξαρτιόταν πια από τις γνωστές παραδοσιακές εσωτερικές αντιθέσεις, αλλά πρώτα και κύρια από τον τρόπο που συγκροτείται αυτή την εποχή η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου.

Καταλύτης πλέον δεν ήταν ο όποιος ρόλος της απολυταρχίας, ή στενά της ρωσικής αστικής τάξης, αλλά πρωταρχικά οι σχέσεις εξάρτησης του κυρίαρχου συστήματος πολιτικής οικονομίας στη Ρωσία με το ξένο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Κι αυτές ακριβώς οι σχέσεις εξάρτησης και «εκμοντερνιμού» ήταν που αναπαρήγαγαν αναγκαία την καθυστέρηση και την υποβάθμιση, μέσα από κάθε τους βήμα ανάπτυξης.

Στα 1909 ένα άρθρο με τίτλο «κατανοώντας τη Ρωσία» στην αστική εφημερίδα της Αγ. Πετρούπολης Βέστνικ ζνάνιγια, που εξέφραζε κυρίως το βιομηχανικό κεφάλαιο, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αν κάποιος κοιτάξει το σύνολο της εικόνας μένει με τη συντριπτική εντύπωση ότι αυτή η τεράστια χώρα είναι πλέον σίγουρο ότι διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη και πέφτει ακόμη περισσότερο στην άβυσσο της καθυστέρησης… Ανάμεσα στους πολιτισμένους λαούς είμαστε ο λαός της φτώχειας! Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μέσο ετήσιο εισόδημα είναι 346 ρούβλια, στη Βρετανία 273, στη Γαλλία 233, στη Γερμανία 184 και στη δική μας χώρα 63. Και αντί να κλείνουμε τη ψαλίδα, μένουμε όλο και πιο πίσω. Ολόγυρά μας τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις συγκεντρώνονται, ενώ εμείς γινόμαστε φτωχότεροι»[12].

Ο Κονοβάλοφ, ένας από τους επιφανέστερους Ρώσους βιομηχάνους της εποχής εκείνης, δήλωνε στα 1911: «Με δεδομένη την αργή μας πρόοδο οι διεθνείς ανταγωνιστές μας μπορούν να μείνουν ήσυχοι, η κυριαρχία τους πάνω στη Ρωσία είναι εξασφαλισμένη. Γι’ αυτούς, η πορεία μας προς τα μπρος, αν κριθεί με τα μέτρα της Δυτικοευρωπαϊκής εξέλιξης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση προς τα πίσω»[13].

Μόνο που το πρόβλημα δεν βρισκόταν απλά στην «αδυναμία» της αστικής τάξης, στην «υπανάπτυξη» του ρωσικού καπιταλισμού, ούτε απλά στην επιβίωση ενός ιστορικά παρωχημένου απολυταρχικού καθεστώτος. Αντίθετα, το πρόβλημα βρισκόταν στην ίδια τη δυναμική ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού, στον τρόπο, τα μέσα και τις σχέσεις εξάρτησης μέσα από τις οποίες αντλούσε δυνάμεις και εφεδρείες.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση, δηλαδή στη βάση της εξαρτημένης δυναμικής του ρωσικού καπιταλισμού, επιβίωσε ο τσαρισμός. Γι’ αυτό και ο κλονισμός του τελευταίου και τελικά η ανατροπή του, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ως αποτέλεσμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού γενικά, αλλά μονάχα ως ιστορικό προϊόν της κρίσης του συστήματος ιμπεριαλιστικής εξάρτησης του ρωσικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Μόνο στην βάση αυτή θα μπορούσε να ανατραπεί ο τσαρισμός.

Όπως και συνέβη πραγματικά κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με αποτέλεσμα την Ρωσική επανάσταση το Φεβρουάριο του 1917. Τότε μπόρεσε ο Ρωσικός λαός να βρει τις δυνάμεις για να διαρρήξει την κοιλιά του κροκόδειλου και να βγει στο φως. Έστω κι αν ιστορικά απέτυχε τελικά να παραμείνει έξω και σήμερα σφαδάζει στην κοιλιά ενός νέου κροκόδειλου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Η Ελλάδα είχε την δική της ιστορική πορεία για την κοιλιά του κροκόδειλου. Ειδικά σήμερα η χώρα ολόκληρη και ο λαός της βρίσκεται στην κοιλιά του τεράστιου ερπετού με την πέψη να έχει ξεκινήσει και με την αφόδευση να ακολουθεί.

Την ίδια ώρα πολιτικά κόμματα της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, μαζί μ’ έναν ολόκληρο κόσμο εικονικής πραγματικότητας προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα γαστρικά υγρά της πέψης στην κοιλιά του ερπετού (όπως το χρέος, το νόμισμα, το καθεστώς δεσμεύσεων, κοκ) δεν είναι παρά ένα δευτερεύον ζήτημα, ένα απλό θέμα διαφορετικής διαχείρισης.

Κι ενώ η φωνή της κοινής λογικής βοά ότι η χώρα και ο λαός θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό να διαρρήξουν με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο την κοιλιά του ερπετού πριν ολοκληρωθεί η πέψη, προσπαθούν άπαντες να μας πείσουν ότι το όλο θέμα είναι ποιος θα διαχειριστεί την πεπτική διαδικασία. Πώς να την κάνει πιο ανώδυνη και υποφερτή για όλους εμάς. Οι Σαμαροβενιζέλοι, ή Τσιπροκαμμένοι;

Βεβαία υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τους απασχολεί η δραπέτευση το ταχύτερο δυνατό από την κοιλιά και το παχύ έντερο του κροκόδειλου, γιατί πολύ απλά είναι πιθανό να σε καταπιεί άλλος κροκόδειλος. Κάτω οι κροκόδειλοι φωνάζουν, κάτω ο καπιταλισμός, την ίδια ώρα που η χώρα και ο λαός της τελεί υπό πέψη.

Όσο υπάρχουν κροκόδειλοι δεν έχει καμιά σημασία να δραπετεύσεις εδώ και τώρα από τον κροκόδειλο που σε έχει καταπιεί, γιατί μπορεί να σε καταπιεί ξανά αργότερα κάποιος άλλος. Χαμένος κόπος. Πρώτα να τελειώσουμε με όλους τους κροκόδειλους και ύστερα να δραπετεύσουμε γιατί έτσι θα είμαστε πιο σίγουροι. Έτσι μας λένε.

Ενώ κάποιοι άλλοι, οι πιο συνετοί, οι πιο φιλόζωοι, μας λένε: εμείς δεν θέλουμε να φύγουμε την κοιλιά του ερπετού, δηλαδή την Ευρώπη, μια και δεν ξέρουμε τι θα προβλήματα θα αντιμετωπίσουμε εκεί έξω. Η κοιλιά του ερπετού είναι το μόνο σίγουρο μέρος που ξέρουμε. Άσε που το κακόμοιρο το ερπετό μπορεί να πεθάνει, άμα εμείς διαρρήξουμε την κοιλιά του. Τι θα πει τότε η φιλόζωη διεθνής κοινότητα; Τι θα πουν για τον πολιτισμό μας; Τέτοιο κρίμα δεν το θέλουμε στο λαιμό μας.

Επομένως το αν τελούμε υπό πέψη από τα γαστρικά υγρά του ερπετού, συνιστά δευτερεύον ζήτημα. Το βασικό είναι να πείσουμε το ίδιο το ερπετό να σταματήσει την πέψη! Κι αν δεν σταματήσει τότε βλέπουμε τι κάνουμε! Στο κάτω-κάτω της γραφής αν δεν συμμορφωθεί θα το αναγκάσουμε να μας ξεβράσει έξω το ίδιο. Υπάρχει πάντα ο εμετός και η διάρροια, μας λένε και μας κλείνουν το μάτι.

Κι αν βρεθεί κανείς να τους πει ότι δεν υπάρχει χρόνος και τρόπος γιατί όπου νάναι θα μας χωνέψει και θα μας αφοδεύσει το μεγάλο ερπετό, του απαντούν αφοπλιστικά: τουλάχιστον τότε θα βρεθούμε χωρίς δική μας ευθύνη εκτός. Ναι, αλλά σε τι κατάσταση!

Όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο, όσο κι αν δεν το διανοείστε, αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα κι ο λαός της. Στην κοιλιά ενός τεράστιου κροκόδειλου που έχει ξεκινήσει να μας χωνεύει και προετοιμάζεται να μας αφοδεύσει. Όλα τα άλλα είναι ιστορίες για αγρίους και ιδιώτες με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Η επιλογή είναι δική μας. Και ίσως, λέω ίσως, μια καλή παράσταση σαν αυτή του Από Μηχανής Θεάτρου μας βοηθήσει να ακούσουμε επιτέλους την φωνή της κοινής λογικής.

Σημειώσεις
[1] Harry Elmer Barnes, Felix Fleugel, Melvin Knight, Economic History of Europe in Modern Times, Boston: Houghton Mifflin Co, 1928, σελ. 749.
[2] Bernard Pares, “Reaction and Revolution in Russia”. The Cambridge Modern History, vol. XII Cambridge University Press, 1920, σελ. 301.
[3] Harry Elmer Barnes, Felix Fleugel, Melvin Knight, Economic History of Europe in Modern Times, Boston: Houghton Mifflin Co, 1928, σελ. 753-4.
[4] Ο δυτικός ιστορικός Hugh Seton-Watson, έγραφε χαρακτηριστικά: «Ρώσοι παρατηρητές σημείωναν ότι καθώς η βιομηχανία αναπτυσσόταν, η παραγωγή συγκεντρωνόταν σ’ έναν μικρό αριθμό πολύ μεγάλων εργοστασίων. Από την άποψη αυτή η Ρωσία, αν και τραβήχτηκε καθυστερημένα στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης, ακολουθούσε το παράδειγμα των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών με έναν πιο γρήγορο ρυθμό από ότι είχαν αυτές σε αντίστοιχα στάδια της ιστορίας τους» (Hugh Seton-Watson, The Russian Empire, 1801-1917, Oxford University Press, 1967, σελ. 522).
[5] Μ. N. Pokrovsky, Brief History of Russia, vol. II, London: Martin Lawrence Ltd., 1933, σελ. 23.
[6] M. N. Pokrovskii, “Bourgeoisie in Russia”. M. N. Pokrovskii, Russia in World History, University of Michigan Press, 1970, σελ. 88.
[7] Αναφέρεται από τον Theodore H. Von Laue, Sergei Witte and the Industrialization of Russia, New York: Columbia University Press, 1963, σελ. 9.
[8] Η έκθεση δημοσιεύεται ολόκληρη από τον Theodore H. Von Laue, “A Secret Memorandum of Sergei Witte on the industrialization of Imperial Russia”, Journal of Modern History, vol. XXVI, No 1, March 1954.
[9] Theodore H. Von Laue, Sergei Witte and the Industrialization of Russia, New York: Columbia University Press, 1963, σελ. 287-8.
[10] Harry Elmer Barnes, Felix Fleugel, Melvin Knight, Economic History of Europe in Modern Times, Boston: Houghton Mifflin Co, 1928, σελ. 759-60.
[11] Eric Hobsbawm, The Age of Empire (1875-1914), London: Abacus, 1999, σελ. 59.
[12] Παρατίθεται στο N. P. Mikeshin, History versus Anti-History, Moscow: Progress Publishers, 1977, σελ. 25.

[13] Στο ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου