Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Κ: ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Β: ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ Μ: ΜΑΘΗΤΗΣ
Κ. Να πάρει η ευχή. Μερικές φορές, δεν μπορώ να τον καταλάβω κι αυτόν το Μεγαλοδύναμο. Γιατί έπρεπε τώρα, ντε και καλά να με στείλει πάλι πίσω για μια μέρα; Και πού είναι τα πράγματά μου; Το σπαθί μου που είναι; Το καρυοφύλλι μου; Η περικεφαλαία μου; Κολοκοτρώνης χωρίς περικεφαλαία;
Ωχ! Ούτε το μουστάκι δε μου άφησε. Κι απ΄ότι βλέπω μ΄έντυσε σαν τον Κωλέττη και το Σχινά. Μου πήρε τη φουστανέλα και μου΄βαλε εκείνο το βρακί που το λένε πανταλόνι. Έτσι είναι, αλλά ο Κωλέττης και ο Σχινάς δεν πολέμησαν ποτέ τους για να χρειάζονται φουστανέλα.
Κ. Α! Ευτυχώς, πλησιάζει ένας άνθρωπος, να τον ρωτήσω που βρίσκομαι. Ε, πατριώτη! Καλημέρα.
Β. Καλημέρα σύντροφε.
Κ. Σα να χάθηκες μου φαίνεται ή σα να ψάχνεις κάτι.
Β. Και στα δύο έπεσες μέσα.
Κ. Πώς σε λένε;
Β. Άρη. Εσένα;
Κ. Θοδωρή. Από πού έρχεσαι ωρέ;...
Β. Απ΄το υπερπέραν. Εσύ;
Κ. Κι εγώ από κει έρχομαι. Ξέρεις που βρισκόμαστε;
Β. Δεν έχω ιδέα. Σα σχολείο μου μοιάζει, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.
Κ. Σχολείο; Τόσο μεγάλο; Μάλλον δε με γνώρισες έτσι;
Β. Γιατί θα έπρεπε;
Κ. Η μύτη μου η γαμψή, δε σου λέει τίποτα; Η περικεφαλ.. Άστο, το ξέχασα. Μ’ έστειλε χωρίς περικεφαλαία.
Β. Εσύ όμως πρέπει να με γνώρισες, έτσι δεν είναι;
Κ. Συμπάθα με παλικάρι μου, δε σε θυμάμαι. Μήπως ήσουνα μαζί μου σε καμιά μάχη; Μήπως στην Τριπολιτσά ή στα Δερβενάκια; Που να τους θυμάμαι όλους μέσα στην κάψα του πολέμου;
Β. Ίσως να με θυμάσαι από το Γοργοπόταμο, τότε που κάναμε τους Γερμανούς να το φυσάνε και να μην κρυώνει.
Κ. Γοργοπόταμο; Γερμανούς; Τους Τούρκους θες να πεις.
Β. Κάτσε, γιατί μάλλον τα έχεις λίγο χαμένα. Εγώ είμαι ο Άρης ο Βελουχιώτης, ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Βέβαια, μου λείπει το δίκοχο και η γενειάδα, γι’ αυτό δυσκολεύεσαι να με γνωρίσεις. Ας όψεται… Εσύ ποιος είσαι;
Κ. Ο Θόδωρος ο Κολοκοτρώνης, ωρέ, ποιος θες να είμαι;. Καπετάνιος είπες του ΕΛΑΣ; Και ποιους πολέμησες;
Β. Τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους.
Κ. Και οι Τούρκοι που πήγαν; Εκτός αν εννοείς Γερμανούς τον αντιβασιλέα τον Όθωνα και την παρέα του.
Β. Οι Τούρκοι είχαν φύγει, μετά ήρθαν οι Γερμανοί, μετά οι Άγγλοι, μετά πάλι οι Γερμανοί με τους Αμερικάνους και…
Μ. Και τώρα ξανάρθαν όλοι μαζί. Γερμανοί, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι…
Κ. Που βρέθηκες εσύ παλικάρι μου; Τίνος είσαι;
Μ. Εγώ; Εδώ, μαθητής είμαι στο σχολείο που βρισκόμαστε. Ήρθα να ετοιμάσω κάτι πράγματα γιατί αύριο γιορτάζουμε την επανάσταση του 1821 και χωρίς να το θέλω άκουσα τη συζήτησή σας. Τον Οκτώβριο γιορτάσαμε και το ΟΧΙ στους Ιταλούς. Πάντως, κύριε Κολοκοτρώνη, κύριε Βελουχιώτη, χάρηκα για τη γνωριμία.
Κ. Οι Ιταλοί πάλι τι δουλειά έχουν;
Β. Σύμμαχοι των Γερμανών. Δεν σου είπα πριν;
Κ. Ε ρε κατακαημένη Ελλάδα! Κι εμείς τότε γιατί χύσαμε το αίμα μας; Γιατί δωρίσαμε τα νιάτα και τις ζωές μας για να λευτερωθούμε από τους Τούρκους; Για να΄ρθουν άλλοι αφεντάδες, άλλοι πασάδες; Αποτινάξαμε τη σκλαβιά για να ξαναγίνουμε σκλάβοι;
Β. Γιατί παραξενεύεσαι Γέρο του Μοριά; Ξέχασες που σ΄έβαλαν φυλακή πρώτα στην Ύδρα και μετά στο Παλαμήδι οι ίδιοι οι συμπατριώτες σου; Αυτοί που δεν έριξαν ούτε μία τουφεκιά! Μέχρι και σε θάνατο σε καταδίκασαν. Ήταν το ευχαριστώ για όσα έκανες. Μα σαν είδαν τον Ιμπραήμ να σαρώνει, σε ξανάβγαλαν για να τους γλυτώσεις. Οι κιοτήδες!
Μ. Ησυχάστε κύριε Κολοκοτρώνη. Κι εσείς κύριε Βελουχιώτη. Αλήθεια, κύριε Βελουχιώτη και σεις κάτι παρόμοιο δεν πάθατε;
Β. Εμένα δε με φυλάκισαν. Μου πήραν το κεφάλι μια κι έξω. Όμως, δεν τους έδωσα τη χαρά να με πιάσουν. Έδωσα μονάχος μου τέλος στη ζωή μου.
Μ. Ποιοι; Οι Γερμανοί;
Β. Έλληνες, που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Σαν έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθαν οι Άγγλοι και μας έβαλαν να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Έλληνες πολεμούσαν τους Έλληνες, και ο εχθρός έκανε τη δουλειά του.
Κ. Να σου πω κάτι παλικάρι μου; Σε τούτο το λαό, όπως και σε κάθε λαό, δεν έλειψαν ποτέ ούτε οι αγώνες για τη λευτεριά μα ούτε και οι ήρωες. Δεν έλειψαν όμως και οι προδότες μα κι εκείνοι που παρίσταναν τους ηγέτες και τελικά αποδείχτηκαν ζαγάρια του κερατά. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το τομάρι τους.
Β. Αφού τους αφήνουν οι λαοί!
Κ. Κοίτα να δεις φίλε Άρη. Άρη δεν είπαμε πως σε λένε; Αλήθεια, σου είπα ότι χάρηκα που σε συνάντησα; Λοιπόν, κοίτα να δεις πως τα βλέπω εγώ τα πράγματα. Από τη στιγμή που γεννιέται ένας άνθρωπος, φροντίζουν και του φοράνε το καπίστρι και μετά, τον βάζουν στο ντορό που θέλουν εκείνοι. Ούτε ζερβά ούτε δεξιά. Μόνο ντουγρού τον αφήνουν να βαδίζει.
Μ. Ποιοι κύριε Κολοκοτρώνη;
Κ. Μυαλό έχεις. Βρες το μόνος σου. Δεν θα σου δώσω έτοιμη την απάντηση. Αν στο πω εγώ θα είναι σα να σου βάζω το δικό μου χαλινάρι. Ψάξε, διάβασε, μορφώσου, άκου, μάθε και κρίνε. Το’ χεις χρέος να το κάνεις.
Και σε παρακαλώ, σταμάτα βρε παιδί μου αυτό το «κύριε» και «κύριε». Πες με «Γέρο», «Γέρο του Μοριά», όπως τότε που κατέβαινα τις βουνοπλαγιές καβάλα στον Μαύρο μου. «Έρχεται ο Γέρος του Μοριά» έλεγαν οι Τούρκοι και τους έπεφταν τα γιαταγάνια από τα χέρια, κι ανατρίχιαζαν οι Έλληνες κι έπιαναν το τουφέκι και το’ καναν να κελαηδάει.
Β. Τι τα θες και τα θυμάσαι; Τελικά, αυτοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και για το δίκιο κατέληξαν ή στη φυλακή ή στο θάνατο. Μόνο η Ιστορία τους δικαιώνει αλλά κι αυτό δε συμβαίνει πάντα. Πάρε το δικό μας παράδειγμα. Υπήρξαν κάποιοι συμπατριώτες μας, πατριώτες δεν τους λες, που το μόνο τους μέλημα ήταν να κυβερνήσουν, να εξουσιάσουν, να διατάξουν και να αποκτήσουν προνόμια για τον εαυτό τους. Δεν δίστασαν να πατήσουν στους δικούς μας αγώνες και να συνεργαστούν με τους κατακτητές.
Μ. Δηλαδή, πήγαν στράφι οι αγώνες σας; Αν ξαναζούσατε, θα κάνατε τα ίδια;
Κ. Άκουσέ με παλικάρι μου. Αν θες να συνεχίσουμε την κουβέντα, αυτό να μην τα ξαναπείς. Γίνεται, μωρέ, να είσαι αμούστακο παιδί, να σε αναγκάζει ο Τούρκος να τον κουβαλήσεις στην πλάτη σου και να μην τον πολεμήσεις σαν μεγαλώσεις; Γίνεται να βλέπεις να σου κλέβουν το βιος σου, τον ιδρώτα σου, το φαΐ σου και να μην αντιδράς; Γίνεται να είσαι μια ζωή ραγιάς; Ζει μωρέ ο ραγιάς; Τον σκιαγμένο και τον σκλαβωμένο άνθρωπο εγώ δεν τον περνάω για άνθρωπο.
Β. Δε διάβασες τι είχε πει ο Ρήγας; «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!»
Μ. Ναι αλλά, αξίζει τελικά να αγωνίζεται κανείς; Να δίνει ακόμα και τη ζωή του και τελικά να μην γίνεται τίποτα;
Κ. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος παλικάρι μου. Δεν το βλέπεις; Αν δεν υπήρχαν στις μέρες μου ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Παπαφλέσσας, η Μπουμπουλίνα, ο Νικηταράς και όλοι οι άλλοι που ήταν δίπλα τους, ακόμα θα είχατε τον Τούρκο στο σβέρκο. Κι αν, αργότερα δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Άρη και όλους τους άλλους που αντιστάθηκαν, θα είχατε ακόμα τον Γερμανό στο κεφάλι σας.
Μ. Ενώ τώρα!
Κ. Εσείς που είστε νέοι, να έχετε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής και του μυαλού σας. Να σκέφτεστε, να κρίνετε, να μορφώνεστε και κυρίως να κάνετε. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο καλύτερος τρόπος για να πεις κάτι, είναι να το κάνεις.
Άιντε, να σας αφήσω τώρα. Πρέπει να επιστρέψω. Τέλειωσε το ταξίδι μου.
Β. Και το δικό μου, το ίδιο.
Β. Κ. Καλή επιτυχία στη γιορτή σας.
Μ. Ευχαριστώ. Καλή επιστροφή…
Και τώρα τι γίνεται; Ποιος θα μου λύσει τις απορίες που έχω;
Κ. Βρες μόνο σου τις απαντήσεις. Με την ψυχή και το μυαλό. Μόνο τότε έχουν αξία.
http://www.alfavita.gr
Κ: ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Β: ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ Μ: ΜΑΘΗΤΗΣ
Κ. Να πάρει η ευχή. Μερικές φορές, δεν μπορώ να τον καταλάβω κι αυτόν το Μεγαλοδύναμο. Γιατί έπρεπε τώρα, ντε και καλά να με στείλει πάλι πίσω για μια μέρα; Και πού είναι τα πράγματά μου; Το σπαθί μου που είναι; Το καρυοφύλλι μου; Η περικεφαλαία μου; Κολοκοτρώνης χωρίς περικεφαλαία;
Ωχ! Ούτε το μουστάκι δε μου άφησε. Κι απ΄ότι βλέπω μ΄έντυσε σαν τον Κωλέττη και το Σχινά. Μου πήρε τη φουστανέλα και μου΄βαλε εκείνο το βρακί που το λένε πανταλόνι. Έτσι είναι, αλλά ο Κωλέττης και ο Σχινάς δεν πολέμησαν ποτέ τους για να χρειάζονται φουστανέλα.
Κ. Α! Ευτυχώς, πλησιάζει ένας άνθρωπος, να τον ρωτήσω που βρίσκομαι. Ε, πατριώτη! Καλημέρα.
Β. Καλημέρα σύντροφε.
Κ. Σα να χάθηκες μου φαίνεται ή σα να ψάχνεις κάτι.
Β. Και στα δύο έπεσες μέσα.
Κ. Πώς σε λένε;
Β. Άρη. Εσένα;
Κ. Θοδωρή. Από πού έρχεσαι ωρέ;...
Β. Απ΄το υπερπέραν. Εσύ;
Κ. Κι εγώ από κει έρχομαι. Ξέρεις που βρισκόμαστε;
Β. Δεν έχω ιδέα. Σα σχολείο μου μοιάζει, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.
Κ. Σχολείο; Τόσο μεγάλο; Μάλλον δε με γνώρισες έτσι;
Β. Γιατί θα έπρεπε;
Κ. Η μύτη μου η γαμψή, δε σου λέει τίποτα; Η περικεφαλ.. Άστο, το ξέχασα. Μ’ έστειλε χωρίς περικεφαλαία.
Β. Εσύ όμως πρέπει να με γνώρισες, έτσι δεν είναι;
Κ. Συμπάθα με παλικάρι μου, δε σε θυμάμαι. Μήπως ήσουνα μαζί μου σε καμιά μάχη; Μήπως στην Τριπολιτσά ή στα Δερβενάκια; Που να τους θυμάμαι όλους μέσα στην κάψα του πολέμου;
Β. Ίσως να με θυμάσαι από το Γοργοπόταμο, τότε που κάναμε τους Γερμανούς να το φυσάνε και να μην κρυώνει.
Κ. Γοργοπόταμο; Γερμανούς; Τους Τούρκους θες να πεις.
Β. Κάτσε, γιατί μάλλον τα έχεις λίγο χαμένα. Εγώ είμαι ο Άρης ο Βελουχιώτης, ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Βέβαια, μου λείπει το δίκοχο και η γενειάδα, γι’ αυτό δυσκολεύεσαι να με γνωρίσεις. Ας όψεται… Εσύ ποιος είσαι;
Κ. Ο Θόδωρος ο Κολοκοτρώνης, ωρέ, ποιος θες να είμαι;. Καπετάνιος είπες του ΕΛΑΣ; Και ποιους πολέμησες;
Β. Τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους.
Κ. Και οι Τούρκοι που πήγαν; Εκτός αν εννοείς Γερμανούς τον αντιβασιλέα τον Όθωνα και την παρέα του.
Β. Οι Τούρκοι είχαν φύγει, μετά ήρθαν οι Γερμανοί, μετά οι Άγγλοι, μετά πάλι οι Γερμανοί με τους Αμερικάνους και…
Μ. Και τώρα ξανάρθαν όλοι μαζί. Γερμανοί, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι…
Κ. Που βρέθηκες εσύ παλικάρι μου; Τίνος είσαι;
Μ. Εγώ; Εδώ, μαθητής είμαι στο σχολείο που βρισκόμαστε. Ήρθα να ετοιμάσω κάτι πράγματα γιατί αύριο γιορτάζουμε την επανάσταση του 1821 και χωρίς να το θέλω άκουσα τη συζήτησή σας. Τον Οκτώβριο γιορτάσαμε και το ΟΧΙ στους Ιταλούς. Πάντως, κύριε Κολοκοτρώνη, κύριε Βελουχιώτη, χάρηκα για τη γνωριμία.
Κ. Οι Ιταλοί πάλι τι δουλειά έχουν;
Β. Σύμμαχοι των Γερμανών. Δεν σου είπα πριν;
Κ. Ε ρε κατακαημένη Ελλάδα! Κι εμείς τότε γιατί χύσαμε το αίμα μας; Γιατί δωρίσαμε τα νιάτα και τις ζωές μας για να λευτερωθούμε από τους Τούρκους; Για να΄ρθουν άλλοι αφεντάδες, άλλοι πασάδες; Αποτινάξαμε τη σκλαβιά για να ξαναγίνουμε σκλάβοι;
Β. Γιατί παραξενεύεσαι Γέρο του Μοριά; Ξέχασες που σ΄έβαλαν φυλακή πρώτα στην Ύδρα και μετά στο Παλαμήδι οι ίδιοι οι συμπατριώτες σου; Αυτοί που δεν έριξαν ούτε μία τουφεκιά! Μέχρι και σε θάνατο σε καταδίκασαν. Ήταν το ευχαριστώ για όσα έκανες. Μα σαν είδαν τον Ιμπραήμ να σαρώνει, σε ξανάβγαλαν για να τους γλυτώσεις. Οι κιοτήδες!
Μ. Ησυχάστε κύριε Κολοκοτρώνη. Κι εσείς κύριε Βελουχιώτη. Αλήθεια, κύριε Βελουχιώτη και σεις κάτι παρόμοιο δεν πάθατε;
Β. Εμένα δε με φυλάκισαν. Μου πήραν το κεφάλι μια κι έξω. Όμως, δεν τους έδωσα τη χαρά να με πιάσουν. Έδωσα μονάχος μου τέλος στη ζωή μου.
Μ. Ποιοι; Οι Γερμανοί;
Β. Έλληνες, που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Σαν έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθαν οι Άγγλοι και μας έβαλαν να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Έλληνες πολεμούσαν τους Έλληνες, και ο εχθρός έκανε τη δουλειά του.
Κ. Να σου πω κάτι παλικάρι μου; Σε τούτο το λαό, όπως και σε κάθε λαό, δεν έλειψαν ποτέ ούτε οι αγώνες για τη λευτεριά μα ούτε και οι ήρωες. Δεν έλειψαν όμως και οι προδότες μα κι εκείνοι που παρίσταναν τους ηγέτες και τελικά αποδείχτηκαν ζαγάρια του κερατά. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το τομάρι τους.
Β. Αφού τους αφήνουν οι λαοί!
Κ. Κοίτα να δεις φίλε Άρη. Άρη δεν είπαμε πως σε λένε; Αλήθεια, σου είπα ότι χάρηκα που σε συνάντησα; Λοιπόν, κοίτα να δεις πως τα βλέπω εγώ τα πράγματα. Από τη στιγμή που γεννιέται ένας άνθρωπος, φροντίζουν και του φοράνε το καπίστρι και μετά, τον βάζουν στο ντορό που θέλουν εκείνοι. Ούτε ζερβά ούτε δεξιά. Μόνο ντουγρού τον αφήνουν να βαδίζει.
Μ. Ποιοι κύριε Κολοκοτρώνη;
Κ. Μυαλό έχεις. Βρες το μόνος σου. Δεν θα σου δώσω έτοιμη την απάντηση. Αν στο πω εγώ θα είναι σα να σου βάζω το δικό μου χαλινάρι. Ψάξε, διάβασε, μορφώσου, άκου, μάθε και κρίνε. Το’ χεις χρέος να το κάνεις.
Και σε παρακαλώ, σταμάτα βρε παιδί μου αυτό το «κύριε» και «κύριε». Πες με «Γέρο», «Γέρο του Μοριά», όπως τότε που κατέβαινα τις βουνοπλαγιές καβάλα στον Μαύρο μου. «Έρχεται ο Γέρος του Μοριά» έλεγαν οι Τούρκοι και τους έπεφταν τα γιαταγάνια από τα χέρια, κι ανατρίχιαζαν οι Έλληνες κι έπιαναν το τουφέκι και το’ καναν να κελαηδάει.
Β. Τι τα θες και τα θυμάσαι; Τελικά, αυτοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και για το δίκιο κατέληξαν ή στη φυλακή ή στο θάνατο. Μόνο η Ιστορία τους δικαιώνει αλλά κι αυτό δε συμβαίνει πάντα. Πάρε το δικό μας παράδειγμα. Υπήρξαν κάποιοι συμπατριώτες μας, πατριώτες δεν τους λες, που το μόνο τους μέλημα ήταν να κυβερνήσουν, να εξουσιάσουν, να διατάξουν και να αποκτήσουν προνόμια για τον εαυτό τους. Δεν δίστασαν να πατήσουν στους δικούς μας αγώνες και να συνεργαστούν με τους κατακτητές.
Μ. Δηλαδή, πήγαν στράφι οι αγώνες σας; Αν ξαναζούσατε, θα κάνατε τα ίδια;
Κ. Άκουσέ με παλικάρι μου. Αν θες να συνεχίσουμε την κουβέντα, αυτό να μην τα ξαναπείς. Γίνεται, μωρέ, να είσαι αμούστακο παιδί, να σε αναγκάζει ο Τούρκος να τον κουβαλήσεις στην πλάτη σου και να μην τον πολεμήσεις σαν μεγαλώσεις; Γίνεται να βλέπεις να σου κλέβουν το βιος σου, τον ιδρώτα σου, το φαΐ σου και να μην αντιδράς; Γίνεται να είσαι μια ζωή ραγιάς; Ζει μωρέ ο ραγιάς; Τον σκιαγμένο και τον σκλαβωμένο άνθρωπο εγώ δεν τον περνάω για άνθρωπο.
Β. Δε διάβασες τι είχε πει ο Ρήγας; «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!»
Μ. Ναι αλλά, αξίζει τελικά να αγωνίζεται κανείς; Να δίνει ακόμα και τη ζωή του και τελικά να μην γίνεται τίποτα;
Κ. Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος παλικάρι μου. Δεν το βλέπεις; Αν δεν υπήρχαν στις μέρες μου ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ο Παπαφλέσσας, η Μπουμπουλίνα, ο Νικηταράς και όλοι οι άλλοι που ήταν δίπλα τους, ακόμα θα είχατε τον Τούρκο στο σβέρκο. Κι αν, αργότερα δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Άρη και όλους τους άλλους που αντιστάθηκαν, θα είχατε ακόμα τον Γερμανό στο κεφάλι σας.
Μ. Ενώ τώρα!
Κ. Εσείς που είστε νέοι, να έχετε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής και του μυαλού σας. Να σκέφτεστε, να κρίνετε, να μορφώνεστε και κυρίως να κάνετε. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο καλύτερος τρόπος για να πεις κάτι, είναι να το κάνεις.
Άιντε, να σας αφήσω τώρα. Πρέπει να επιστρέψω. Τέλειωσε το ταξίδι μου.
Β. Και το δικό μου, το ίδιο.
Β. Κ. Καλή επιτυχία στη γιορτή σας.
Μ. Ευχαριστώ. Καλή επιστροφή…
Και τώρα τι γίνεται; Ποιος θα μου λύσει τις απορίες που έχω;
Κ. Βρες μόνο σου τις απαντήσεις. Με την ψυχή και το μυαλό. Μόνο τότε έχουν αξία.
http://www.alfavita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου