Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η έξοδος από το ευρώ ως αναγκαία κι εφικτή επιλογή


Η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για τον τερματισμό της λιτότητας, την χορή-γηση αυξήσεων σε μισθούς και συντά-ξεις και την διεύρυνση των κοινωνικών παροχών.

 του Λεωνίδα Βατικιώτη

«Η υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ συνεπάγεται στο οικονομικό πεδίο συγκε-κριμένα οφέλη, τα οποία θα δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα, με τις δικές της δυναμικές ανάπτυξης και ποιότητας ζωής όλων μας. Θα αναφέρω επιγραμματικά ορισμένα: Ο χαμηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια… η ενίσχυση των επενδύσεων και η συνακόλουθη ενίσχυση της απασχόλησης, η μείωση του κόστους απόκτησης κατοικίας, η μεγαλύτερη διαφάνεια προς όφελος του καταναλωτή, η διάνοιξη ευκαιριών για τους αποταμιευτές, η διευκόλυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η θωράκιση συνολικά της οικονομίας μας από τις απειλές των διακυμάνσεων στις διεθνείς χρηματαγορές. Κάποιοι θεωρούν ότι όλα αυτά αφορούν αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, τους τραπεζίτες, το χρηματιστήριο. Κάνουν λάθος ή παραπλανούν συνειδητά τον απλό κόσμο. Όλα αυτά συνθέτουν μια νέα οικονομική πραγματικότητα, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη της οποίας θα τα καρπωθούν και οι μισθωτοί και οι καταναλωτές και όλοι όσοι έχουν πράγματι ανάγκη στήριξης… Η ΟΝΕ δεν αφορά τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων. Αφορά το βιοτικό επίπεδο του καθενός μας»!

Από τις παραπάνω ειδυλλιακές υποσχέσεις του Κώστα Σημίτη, που περιλαμβάνονται....
στο βιβλίο του «Για μια Ελλάδα οικονομικά ισχυρή και κοινωνικά δίκαιη» (εκδ. Καστανιώτης, 2002) τι έχει απομείνει 15 χρόνια μετά; Η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα με την ανεργία να καταγράφει κάθε μήνα ρεκόρ φτάνοντας στο πρωτοφανές ποσοστό του 28%, τα λουκέτα να έχουν πάρει μορφή χιονοστιβάδας με 574.532 μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν κλείσει μεταξύ 2008 και 2013, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, την μετανάστευση να έχει στείλει στο εξωτερικό δεκάδες χιλιάδες νέους επιστήμονες και ταυτόχρονα μισθοί και εργασιακά δικαιώματα (από ώρες εργασίας και συλλογικές συμβάσεις μέχρι αποζημιώσεις απόλυσης και το ίδιο το δικαίωμα του συνδικαλισμού) να έχουν δεχτεί ένα συντριπτικό πλήγμα, που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί το 2008. Για να συντελεστεί αυτή η ιστορικής σημασίας οπισθοδρόμηση το ευρώ έπαιξε ρόλο καταλύτη κατά πολλούς τρόπους: Από την μορφή και τη σφοδρότητα που προσέδωσε στην συγκεκριμένη διεθνή κρίση όταν παρέσυρε την ευρωπαϊκή περιφέρεια, το σημείο αφετηρίας της δηλαδή, μέχρι τον ακριβή προσδιορισμό των λύσεων κοινωνικής γενοκτονίας οι οποίες προκρίθηκαν με τα Μνημόνια, που συνιστά συμβατικά το σημείο τερματισμού της. Από το περίφημο «κοινό σπίτι των λαών» ξεκινούν οι 2 εκ των 3 της Τρόικας για να πραγματοποιήσουν τον τακτικό έλεγχο της ελληνικής οικονομίας που μετά από ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο όργιο εκβιασμών και ταπεινώσεων ανοίγει τελικά το πράσινο φως για να πάρουμε την δόση μας. Αυστηρή προϋπόθεση για να μην ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας με τον εφιάλτη του βασικού μισθού στα 480 ευρώ και να μην υλοποιηθεί το σχέδιο μείωσης των συντάξεων στα 350 ευρώ είναι η έξοδος από το ευρώ.

Η αποχώρηση από την ευρωζώνη αποτελεί μονόδρομο λόγω του ότι το ευρώ δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο νόμισμα, όπως σήμερα το δολάριο ή παλιότερα η δραχμή, καθώς έχει εξ αρχής αποκλειστεί οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση στην διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακόμη δηλαδή κι αν άλλαζαν οι πολιτικοί συσχετισμοί και στα 17 κράτη μέλη της ευρωζώνης, οι Γερμανοί που σχεδίασαν το ευρώ κατ’ εικόνα και ομοίωση του μάρκου πρόβλεψαν ώστε καμιά πλειοψηφία πρωθυπουργών ή αρχηγών κρατών να μην έχει άποψη, ούτε συμβουλευτική, στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Αποτέλεσμα της θεσμικής θωράκισης της ΕΚΤ, υπό τον μανδύα της  ανεξαρτητοποίησης, είναι οι συγκρούσεις που συχνά ανακύπτουν μεταξύ εκλεγμένων πολιτικών ηγεσιών και διοίκησης των κεντρικών τραπεζών, όπως συνέβη τον Σεπτέμβριο στην Κύπρο, μεταξύ του δεξιού προέδρου Ν. Αναστασιάδη και του κεντρικού τραπεζίτη Πανίκου Δημητριάδη, που λειτουργεί σαν πέμπτη φάλαγγα της Γερμανίας. Η κατοχυρωμένη δυνατότητα του θεματοφύλακα του ευρώ να διεμβολίζει και να αλλάζει επί το νεοφιλελεύθερο, πάντα, τις οικονομικές πολιτικές φάνηκε κι επί προεδρίας Δημ. Χριστόφια στην Κύπρο, όταν η κατά τ’ άλλα η αριστερή κυβέρνηση έχοντας αναγάγει ως προτεραιότητα την παραμονή στο ευρώ έφτασε στο σημείο να αποδεχθεί την Τρόικα και το πρώτο Μνημόνιο. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα να επιδίδεται σε μαθήματα πολιτικής προσαρμοστικότητας επικροτώντας με αρθρογραφία στελεχών του στην Αυγή και την Εποχή το «καλό Μνημόνιο»… Κατά συνέπεια οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα του ευρώ. Πολύ περισσότερο αδιάφορη είναι η μεταβολή των συσχετισμών σε μία μόνο χώρα της ευρωζώνης, που συχνά προβάλλεται ως ο όρος εκείνος που θα επιτρέψει την αλλαγή της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Με ποιά μέσα θα απαιτηθεί η κατάργηση της λιτότητας και της συνεχούς τάσης μείωσης των μισθών όταν η εξαγωγική πλημμυρίδα (άμεσο αποτέλεσμα της κατάργησης των νομισματικών φραγμών) ωθεί μικρούς και μεγάλους καπιταλισμούς στην αναίρεση εργατικών δικαιωμάτων;

ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Υπ’ αυτό το πρίσμα η λιτότητα που επιβάλλεται εντός της ευρωζώνης έχει μια θεμελιώδη διαφορά με την εξ ίσου αιματηρή λιτότητα που εφαρμόζεται εκτός, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αγγλία που ο Ντέιβιντ Κάμερον φορολογεί ακόμη και τις …κρεβατοκάμαρες. Στην Αγγλία η συνέχιση της λιτότητας επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην βούληση των ψηφοφόρων. Στην Ελλάδα και τις άλλες 16 χώρες της ευρωζώνης οι ψηφοφόροι ακόμη και να θελήσουν, εν τέλει οι κυβερνήσεις τους δεν θα μπορούν να αυξήσουν τις κοινωνικές δαπάνες και τους μισθούς στον βαθμό που επιλέγουν να λειτουργούν εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, όπως χαρακτηρίζεται η υποταγή στο δόγμα της ευρω-λιτότητας, από τη στιγμή που θα επιλέξουν να καταρτίζουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Διαφορετικά ειπωμένο, εντός της ευρωζώνης η λιτότητα έχει επαυξημένη, διπλή θωράκιση.

Η αμφισβήτησή της δε, μέσω της υιοθέτησης εθνικού νομίσματος κατά κανέναν τρόπο δεν συνιστά πλήγμα στους εργαζόμενους των άλλων κρατών της ευρωζώνης, όπως συχνά υποστηρίζεται από τους αριστερούς υπέρμαχους του ευρώ, που ξεπερνούν σε πάθος κι ευρηματικότητα ακόμη και τους νεοφιλελεύθερους όταν καλούνται να υποστηρίξουν το ευρώ. Το κοινό νόμισμα δεν το απαίτησε το εργατικό κίνημα, κανένας αγώνας δεν είχε στις σημαίες του την νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης. Την επικρότησε μόνο η πιο εκφυλισμένη και γραφειοκρατικοποιημένη, μπουκωμένη από χρηματοδοτήσεις, συνδικαλιστική ηγεσία. Έμπνευση και γέννημα-θρέμμα των πιο επιθετικών κύκλων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, των πολυεθνικών, ήταν εξ αρχής το ευρώ κι επίσης των τραπεζών. Γι’ αυτό κι η ΕΚΤ την ίδια ώρα που στεγνώνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς επιβάλλοντας περικοπές ασκεί την πιο γενναιόδωρη πολιτική παροχών απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες μέσω των πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTRO), προσφέροντάς τους την τριετία 2011-2013 περισσότερα από 1 τρισ. ευρώ!

Η συνειδητοποίηση αυτών των σκληρών κι ανεπίδεκτων μεταρρύθμισης κανόνων λειτουργίας του ευρώ έχει δώσει ώθηση τα τελευταία χρόνια σε ένα πολύμορφο ρεύμα αμφισβήτησης του ευρώ. Κορυφαία στιγμή σε αυτή την (αριστερή!) αμφισβήτηση αποτέλεσε η πρόταση του ιδρυτή του αριστερού γερμανικού κόμματος Όσκαρ Λαφοντέν στις 30 Απριλίου για μια συντεταγμένη διάλυση της ευρωζώνης και επιστροφή σε ένα καθεστώς εθνικών νομισμάτων με την ισοτιμία τους να διακυμαίνεται σε ένα περιορισμένο εύρος τιμών. Ό,τι σε αδρές γραμμές ίσχυε και πριν την εισαγωγή του ευρώ, στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Από την πρόταση του πρώτου υπουργού Οικονομικών του Σρέντερ, που είχε την σπάνια εντιμότητα να παραιτηθεί όταν κλήθηκε να συνεχίσει την πολιτική του Χέλμουτ Κολ, αξίζει να κρατήσουμε την σημασία που αποδίδει στο ευρώ ως τον μηχανισμό εκείνο που ενισχύει την γερμανική ηγεμονία και υποκινεί το μισθολογικό ντάμπινγκ.

Στην Ελλάδα το πρώτο ζητούμενο της εξόδου από το ευρώ είναι η χορήγηση μισθολογικών αυξήσεων και η αφειδώλευτη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος. Η νομισματική ανεξαρτησία μπορεί να προσφέρει τα αναγκαία μέσα (το ζεστό χρήμα!) για να γίνουν αθρόες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, με προτεραιότητα στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση και τον πολιτισμό. Οι νεοφιλελεύθεροι ας μην το θεωρήσουν ύβρη: στην Ελλάδα, με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, μόνο το 7,9% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον δημόσιο τομέα, όταν ακόμη και στην Αγγλία απασχολούνται υπερδιπλάσιοι: το 18,3%! Ο στόχος αύξησης των εισοδημάτων δεν αποτελεί μόνο μέσο για την επανεκκίνηση της ζήτησης στην οικονομία, αλλά αυτοτελή στόχο για κάθε οικονομική πολιτική. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας της κοινωνικής πλειοψηφίας οφείλει να αποτελεί μέτρο αξιολόγησης κάθε οικονομικής πολιτικής, ειδικά σε μια εποχή που η τεχνολογία εκτινάσσει την παραγωγικότητα και τον πλούτο.

Στο πλαίσιο του ευρώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Η Γερμανία το είχε ξεκόψει από το 1943 ακόμη που σχεδίαζε και προπαγάνδιζε το «ράιχσμακ» ως νόμισμα όλης της κατακτημένης Ευρώπης δίνοντας έμφαση «στους περιορισμούς τους επιβληθέντες επί της καταναλώσεως εκ μέρους του αστικού πληθυσμού». (Περιλαμβάνεται στον τόμο Το Βήμα 90 χρόνια, τόμος Γ’ 1942-1951, στο άρθρο με τίτλο «Το ράιχσμαρκ και αι βάσεις μιας ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής». Συντάκτης του άρθρου ήταν ένας …«Γερμανός ειδικός οικονομικός αρθρογράφος»).

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Κίνδυνος παρενεργειών, όπως για παράδειγμα φαινόμενα υπερπληθωρισμού με ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών, από την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος δεν υφίσταται για τρεις λόγους. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση αποπληθωρισμού, κατέχοντας με βάση την Γιούροστατ το σχετικό ρεκόρ σε όλη την ΕΕ. Το Νοέμβριο όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο πληθωρισμός αυξανόταν με ρυθμούς 1%, στην Ελλάδα υποχωρούσε κατά 2,9%! Μείωση είχαμε και τον Οκτώβριο (-1,9%) και τον Σεπτέμβριο (-1%) και τον Αύγουστο (-1%). Ο αποπληθωρισμός επομένως δεν εμφανίστηκε συμπτωματικά, ήρθε για να μείνει. Αποτελώντας δε πολύ μεγαλύτερη απειλή από τον πληθωρισμό, μια οικονομική πολιτική που δεν θα είχε ως στόχο την εξαθλίωση του λαού όφειλε συνειδητά και σχεδιασμένα να προκαλέσει πληθωρισμό, όπως κάνει για παράδειγμα η Ιαπωνία, κι όχι να τον επικαλείται ως απειλή. Κατά δεύτερο, η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού φτάνει το 33%. Για να αρχίσει η ενεργοποίηση του να προκαλεί αυξήσεις τιμών θα απαιτηθεί πολύς, μα πολύς χρόνος. Ακόμη και τότε όμως υπάρχει το εργαλείο του ελέγχου των τιμών, δηλαδή της επιβολής ανώτατων τιμών που αποδεδειγμένα τις συγκρατούν σε χαμηλά επίπεδα σε όφελος των καταναλωτών και σε βάρος των επιχειρηματικών κερδών. Αδιάψευστος μάρτυρας ό,τι συνέβαινε με τα καύσιμα πριν απελευθερώσει την τιμή τους ο Ανδριανόπουλος επί κυβέρνησης Μητσοτάκη κι ό,τι συμβαίνει ακόμη και σήμερα στο ψωμί.

Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις πρώτες ύλες δεν πρόκειται να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά στο επίπεδο τιμών, προκαλώντας για παράδειγμα αυξήσεις στα εισαγόμενα που γρήγορα θα μεταφερθούν στην τελική τιμή. Η συναλλαγματική ισοτιμία του νέου νομίσματος θα παραμείνει μεσοπρόθεσμα σταθερή έτσι ώστε η νέα δραχμή να μην γίνει σάκος του μποξ της διεθνούς κερδοσκοπίας που θα σπεύσει, ως τιμωρός, να διασφαλίσει ότι το ελληνικό παράδειγμα δεν θα βρει συνεχιστές. Μια διοικητικά καθορισμένη ισοτιμία της νέας δραχμής με το ευρώ στο επίπεδο 1-1 και εκτός διεθνών ανταλλαγών μεταθέτει χρονικά τις αναγκαίες προσαρμογές στον διεθνή τομέα, ενώ στο εσωτερικό θα αυξάνεται το πραγματικό εισόδημα κι η ζήτηση. Έτσι, το αυξημένο βιοτικό επίπεδο θα αναλάβει το βάρος της επανεκκίνησης της οικονομίας και της επανίδρυσης ακόμη και ολόκληρων κλάδων, που σήμερα στο πλαίσιο του καταμερισμού εντός της ευρωζώνης, πνέουν τα λοίσθια, παρότι υπάρχουν ακόμη αξιοζήλευτες υποδομές και τεράστια τεχνογνωσία στο εργατικό δυναμικό. Ας φανταστούμε για παράδειγμα ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με άξονα τις μεταφορές που θα δημιουργούσε απανωτές παραγγελίες στα (κρατικοποιημένα) ναυπηγεία όχι μόνο για νέα καράβια που θα λύσουν το πρόβλημα της σύνδεσης της ηπειρωτικής Ελλάδας με τα νησιά αλλά και για τρένα (στο τμήμα τροχαίου υλικού των ναυπηγείων) που θα δημιουργούσε ένα μοντέρνο δίκτυο το οποίο θα ικανοποιούσε τις ανάγκες μετακίνησης σε όλη την Ελλάδα, παρέχοντας σε όλη την κοινωνία φθηνές, γρήγορες και τακτικές μετακινήσεις. Ένα τέτοιο πρόγραμμα (που εκτός των άλλων αποτελεί και μονόδρομο για την μείωση τη ανεργίας) δεν μπορεί να υλοποιηθεί εντός του ευρώ όχι μόνο γιατί η ΕΚΤ δεν πρόκειται ποτέ να ανοίξει τις στρόφιγγες (που ανοίγει αφειδώς για τις τράπεζες) αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Η Γερμανία, στο πλαίσιο του καταμερισμού που επιβάλει, κρατάει για την ίδια στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες όπως τα ναυπηγεία ή οι μεταλλικές κατασκευές, αφήνοντας για την Ελλάδα δραστηριότητες περιβαλλοντικά καταστροφικές, έντασης εργασίας και στεγνές από τεχνολογία, όπως ο τουρισμός, οι εργασίες τελικής συναρμολόγησης και οι εφοδιαστικές αλυσίδες (logistics).

ΚΡΑΤΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ Η ΕΛΛΑΔΑ

Το κρίσιμο σε αυτή την διαδικασία είναι να πάψει η ένταξη της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπως συντελείται σήμερα, να χαρακτηρίζεται επίτευγμα και να θεωρείται επωφελής για τον ελληνικό λαό, παραβλέποντας όχι μόνο το καθεστώς αποικίας και κράτους περιορισμένης κυριαρχίας που έχουν επιβάλλει εσχάτως Τρόικα και Τασκ Φορς αλλά και την υποβάθμιση που έχει επέλθει στο πλαίσιο της ένταξης στην ΕΕ και το ευρώ, σε βάρος της απασχόλησης και της πάσης φύσης ασφάλειας που παρέχει η κάλυψη από το εσωτερικό των πολυποίκιλων αναγκών. (Όποιοι σπεύσουν να χαρακτηρίσουν ως εθνικιστική αναδίπλωση το επιχείρημα ας το ξανασκεφτούν αναλογιζόμενοι την αυστηρότητα με την οποία Γερμανία και ΗΠΑ κρατούν προστατευμένους και μακριά από την περιλάλητη απελευθέρωση κρίσιμους κλάδους της δικής τους οικονομίας: από τράπεζες και τηλεφωνία η πρώτη, μέχρι λιμάνια και γεωργία η δεύτερη). Εδώ μάλιστα συχνά η δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η Ελλάδα χρησιμοποιείται σαν φόβητρο απέναντι στο αίτημα ρήξης αυτών των ολέθριων σχέσεων και ανάσχεσής της. Κλασσικό παράδειγμα η διατροφική επάρκεια, που υποτίθεται απειλείται αν βγούμε από το ευρώ. Κι αυτό το επιχείρημα λέγεται παρότι με βάση στοιχεία της ίδιας της ΠΑΣΕΓΕΣ (Ιανουάριος 2012), «το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών – διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το έτος 2010 ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 94% περίπου»! Ακόμη κι έτσι όμως μια δεύτερη ματιά στα κρίσιμα αγροτικά προϊόντα που η Ελλάδα έχει χαμηλή αυτάρκεια, όπως στο αγελαδινό γάλα (61,05%, με παραγωγή 674.000 τόνων και κατανάλωση 1.104.000) δείχνει πως η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ και την ΕΕ δεν αποτελεί την λύση, αλλά το πρόβλημα. Γιατί η Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ο Κ. Σημίτης ήταν υπουργός Γεωργίας υποχρεώθηκε να μειώσει την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος (πληρώνοντας πρόστιμα μάλιστα όταν την υπερέβαινε!) μόνο και μόνο για να μπορούν να εξάγουν οι βορειοευρωπαϊκές χώρες που είχαν καιρό πριν  βιομηχανοποιήσει την κτηνοτροφία τους. Η ελληνική κτηνοτροφία δηλαδή συρρικνώθηκε για να επιβιώσει και να μεγαλώσει τα μερίδια πωλήσεών της η βορειοευρωπαϊκή. Πραγματικότητα που σήμερα, όταν πια οι γεωργικές επιδοτήσεις απορροφούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από βιομηχανίες όπως η Νούτρια και δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε για την μεγάλη μάζα των αγροτών, γίνεται αντιληπτή με οδυνηρό τρόπο.

Λύσεις, παρά τις δυσκολίες που θα προκύψουν, μπορούν να βρεθούν για όλα τα πραγματικά προβλήματα που θα ανακύψουν κατά την έξοδο από το ευρώ. Στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια για παράδειγμα, μετά την υποτίμηση του νέου νομίσματος, θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα και δεν θα είναι πλέον σε ευρώ. Οι καταθέσεις μπορούν να μετατραπούν στο νέο νόμισμα με διαφορετική ισοτιμία σε συνάρτηση με το ύψος τους έτσι ώστε η μετατροπή να επιφέρει αυτόματα και αναδιανομή του συσσωρευμένου πλούτου, ενώ η κάλυψη των αναγκών από το εξωτερικό μπορεί να γίνει μέσω διακρατικών συμφωνιών και στο πλαίσιο ανταλλαγών.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι το πλαίσιο που θα γίνει η έξοδος από το ευρώ, δηλαδή τα μέτρα που θα εφαρμοστούν ταυτόχρονα ώστε η αποχώρηση από την ευρωζώνη (και την ίδια την ΕΕ μελλοντικά) να αποτελέσει την πρώτη πράξη στην μακρά διαδικασία ανατροπής των σημερινών καταθλιπτικών συσχετισμών, που φυσικά θα παρασύρει κι όσες κυβερνήσεις υπηρετούν αυτή την πολιτική. Έτσι, η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος ταυτόχρονα με την επιβολή φραγμών στην κίνηση των κεφαλαίων (όπως έγινε πρόσφατα στην Κύπρο, ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των αντιλαϊκών μέτρων που επιβλήθηκαν), με την εθνικοποίηση των τραπεζών (που ούτως ή άλλως έχουν χρεοκοπήσει κι επιβιώνουν χάρη σε επιδοτήσεις μέχρι να τις αγοράσει για 1 ευρώ η Ντόιτσε Μπανκ) και την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους ή και όλου του δημόσιου χρέους (που είναι παράνομο και απεχθές) αποτελούν την μοναδική εναλλακτική απέναντι στη σημερινή βαρβαρότητα, που δεν έχει κανένα, μα κανένα σημείο λήξης.

από το «Unfollow»

http://seisaxthia-epam.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου